καταρρεπής: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katarrepis | |Transliteration C=katarrepis | ||
|Beta Code=katarreph/s | |Beta Code=katarreph/s | ||
|Definition= | |Definition=καταρρεπές, = [[ἑτερορρεπής]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui penche.<br />'''Étymologie:''' [[καταρρέπω]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui penche]].<br />'''Étymologie:''' [[καταρρέπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:32, 25 August 2023
English (LSJ)
καταρρεπές, = ἑτερορρεπής, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui penche.
Étymologie: καταρρέπω.
German (Pape)
ές, sich abwärts, auf eine Seite neigend, ἑτερορρεπής erkl. Hesych.
Russian (Dvoretsky)
καταρρεπής: склоняющийся (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταρρεπής: -ές, ῥέπων πρὸς τὰ κάτω, κατωφερής, ἢ καὶ πρὸς τὸ ἕτερον μέρος κλίνων, διὸ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἑτερορρεπὴς ἢ ἑτεροκλινής».
Greek Monolingual
καταρρεπής, -ές (Α) καταρρέπω
αυτός που ρέπει, που γέρνει προς τα κάτω ή που γέρνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής.