οὐλαμηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oulamiforos
|Transliteration C=oulamiforos
|Beta Code=ou)lamhfo/ros
|Beta Code=ou)lamhfo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bringing an army, warlike</b>, πεῦκαι Lyc.32.</span>
|Definition=οὐλαμηφόρον, [[bringing an army]], [[warlike]], πεῦκαι Lyc.32.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλᾰμηφόρος''': -ον, ὁ φέρων οὐλαμὸν ἢ στρατόν, [[πολεμικός]], πεύκῃσιν οὐλαμηφόροις «ταῖς ὀλεθρίαις, ἢ ταῖς οὐλαμὸν καὶ πόλεμον φερούσαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 32.
|lstext='''οὐλᾰμηφόρος''': -ον, ὁ φέρων οὐλαμὸν ἢ στρατόν, [[πολεμικός]], πεύκῃσιν οὐλαμηφόροις «ταῖς ὀλεθρίαις, ἢ ταῖς οὐλαμὸν καὶ πόλεμον φερούσαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 32.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐλαμηφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μεταφέρει ουλαμό, δηλ. στρατό, [[πολεμικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐλαμός]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλᾰμηφόρος Medium diacritics: οὐλαμηφόρος Low diacritics: ουλαμηφόρος Capitals: ΟΥΛΑΜΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: oulamēphóros Transliteration B: oulamēphoros Transliteration C: oulamiforos Beta Code: ou)lamhfo/ros

English (LSJ)

οὐλαμηφόρον, bringing an army, warlike, πεῦκαι Lyc.32.

German (Pape)

[Seite 412] ein Kriegsheer bringend, führend, Lycophr. 32.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλᾰμηφόρος: -ον, ὁ φέρων οὐλαμὸν ἢ στρατόν, πολεμικός, πεύκῃσιν οὐλαμηφόροις «ταῖς ὀλεθρίαις, ἢ ταῖς οὐλαμὸν καὶ πόλεμον φερούσαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 32.

Greek Monolingual

οὐλαμηφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει ουλαμό, δηλ. στρατό, πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + συνδετικό φωνήεν -η- + -φόρος].