φύος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyos
|Transliteration C=fyos
|Beta Code=fu/os
|Beta Code=fu/os
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[φύτευμα]], Hsch. ([[φυός]] cod.).</span>
|Definition=τό, = [[φύτευμα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[φυός]] cod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φύτευμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φῠ</i>- του ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] (για τη [[μορφή]] του θ. <b>βλ. λ.</b> <i>φύω</i>). Η ύπαρξη του σιγμόληκτου [[αυτού]] ουδ. θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα σύνθ. σε -<i>φυής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>). Ο τ. [[φύος]], [[ωστόσο]], απαντά μόνο στον <b>Ησύχ.</b>].
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φύτευμα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φῠ</i>- του ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] (για τη [[μορφή]] του θ. <b>βλ. λ.</b> <i>φύω</i>). Η ύπαρξη του σιγμόληκτου [[αυτού]] ουδ. θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα σύνθ. σε -<i>φυής</i> ([[πρβλ]]. [[μεγαλοφυής]]). Ο τ. [[φύος]], [[ωστόσο]], απαντά μόνο στον <b>Ησύχ.</b>].
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύος Medium diacritics: φύος Low diacritics: φύος Capitals: ΦΥΟΣ
Transliteration A: phýos Transliteration B: phyos Transliteration C: fyos Beta Code: fu/os

English (LSJ)

τό, = φύτευμα, Hsch. (φυός cod.).

Greek (Liddell-Scott)

φύος: τό, «φύτευμα, γέννημα» Ἡσύχ. (ἔνθα φέρεται φυός), πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 290.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φύτευμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- του ρ. φύω / φύομαι (για τη μορφή του θ. βλ. λ. φύω). Η ύπαρξη του σιγμόληκτου αυτού ουδ. θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα σύνθ. σε -φυής (πρβλ. μεγαλοφυής). Ο τ. φύος, ωστόσο, απαντά μόνο στον Ησύχ.].