ὑδροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydroskopos
|Transliteration C=ydroskopos
|Beta Code=u(dro/skopos
|Beta Code=u(dro/skopos
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[water-seeker]], [[well-sinker]], Gloss.</span>
|Definition=(parox.), ὁ, [[water-seeker]], [[well-sinker]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑδροσκόπος]], ΝΑ<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την [[κατασκευή]] φρεάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=ο / [[ὑδροσκόπος]], ΝΑ<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την [[κατασκευή]] φρεάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. [[οιωνοσκόπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροσκόπος Medium diacritics: ὑδροσκόπος Low diacritics: υδροσκόπος Capitals: ΥΔΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hydroskópos Transliteration B: hydroskopos Transliteration C: ydroskopos Beta Code: u(dro/skopos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, water-seeker, well-sinker, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1174] Wasser suchend, auffindend, ὁ ὑδροσκόπος, Wassersucher, Brunnengräber (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροσκόπος: ὁ, ὁ ἀναζητῶν ὕδωρ, ἐξετάζων τὸν τόπον πρὸς ἀνεύρεσιν μερῶν ἔνθα ὑπάρχουσιν ὕδατα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο / ὑδροσκόπος, ΝΑ
αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις τών υπόγειων αποθεμάτων νερού για την κατασκευή φρεάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος].