θριαμβευτής: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thriamveftis | |Transliteration C=thriamveftis | ||
|Beta Code=qriambeuth/s | |Beta Code=qriambeuth/s | ||
|Definition= | |Definition=θριαμβευτοῦ, ὁ, [[one who enjoys a triumph]], Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] ὁ, der Triumphator, Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] ὁ, der Triumphator, Suid. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θριαμβευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ θριαμβεύων, Σουΐδ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. θριαμβεύτρια (ΑΜ [[θριαμβευτής]], θηλ. -εύτρια) [[θριαμβεύω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που θριάμβευσε, ο [[τροπαιοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στην αρχ. [[Ρώμη]]) ο [[στρατηγός]] που τελεί θρίαμβο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:38, 25 August 2023
English (LSJ)
θριαμβευτοῦ, ὁ, one who enjoys a triumph, Suid.
German (Pape)
[Seite 1218] ὁ, der Triumphator, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
θριαμβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θριαμβεύων, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. θριαμβεύτρια (ΑΜ θριαμβευτής, θηλ. -εύτρια) θριαμβεύω
νεοελλ.-μσν.
αυτός που θριάμβευσε, ο τροπαιοφόρος
αρχ.
(στην αρχ. Ρώμη) ο στρατηγός που τελεί θρίαμβο.