Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεραρχία: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=merarchia
|Transliteration C=merarchia
|Beta Code=merarxi/a
|Beta Code=merarxi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">command of a</b> <b class="b3">μεράρχης</b>, Ascl.l.c., Arr.l.c.</span>
|Definition=ἡ, [[command]] of a [[μεράρχης]], Ascl.l.c., Arr.l.c.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] ὴ, Amt u. Würde des Vorigen, Arr.
}}
{{ls
|lstext='''μεραρχία''': ἡ, δύο χιλιαρχίαι, δηλ. 2048 ἄνδρες, Αἰλιαν. Τακτ. 9, 7, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μεραρχία]]) [[μεράρχης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />οργανική [[μεγάλη]] [[μονάδα]] του στρατού, η οποία περιλαμβάνει μονάδες όλων τών όπλων, σωμάτων και υπηρεσιών, ώστε να έχει επιχειρησιακή [[αυτοτέλεια]], και η οποία [[είναι]] η μικρότερη από τις μεγάλες μονάδες<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτική [[μονάδα]] που διοικούσε ο [[μεράρχης]] και την οποία αποτελούσαν δύο χιλιαρχίες, δηλ. 2.048 άνδρες.
}}
}}

Latest revision as of 09:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεραρχία Medium diacritics: μεραρχία Low diacritics: μεραρχία Capitals: ΜΕΡΑΡΧΙΑ
Transliteration A: merarchía Transliteration B: merarchia Transliteration C: merarchia Beta Code: merarxi/a

English (LSJ)

ἡ, command of a μεράρχης, Ascl.l.c., Arr.l.c.

German (Pape)

[Seite 134] ὴ, Amt u. Würde des Vorigen, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

μεραρχία: ἡ, δύο χιλιαρχίαι, δηλ. 2048 ἄνδρες, Αἰλιαν. Τακτ. 9, 7, κλ.

Greek Monolingual

η (Α μεραρχία) μεράρχης
νεοελλ.
οργανική μεγάλη μονάδα του στρατού, η οποία περιλαμβάνει μονάδες όλων τών όπλων, σωμάτων και υπηρεσιών, ώστε να έχει επιχειρησιακή αυτοτέλεια, και η οποία είναι η μικρότερη από τις μεγάλες μονάδες
αρχ.
στρατιωτική μονάδα που διοικούσε ο μεράρχης και την οποία αποτελούσαν δύο χιλιαρχίες, δηλ. 2.048 άνδρες.