μάμμος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mammos
|Transliteration C=mammos
|Beta Code=ma/mmos
|Beta Code=ma/mmos
|Definition=<b class="b3">οἰκέτης</b>, Hsch.
|Definition=[[οἰκέτης]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0091.png Seite 91]] ὁ, erkl. Hesych. [[οἰκέτης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0091.png Seite 91]] ὁ, erkl. Hesych. [[οἰκέτης]].
}}
{{ls
|lstext='''μάμμος''': «[[οἰκέτης]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[μαιευτήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μαμμή]] «[[μαία]]», με [[αλλαγή]] γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].<br /> <b>(II)</b><br />[[μάμμος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[οἰκέτης]]».
}}
}}

Latest revision as of 09:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάμμος Medium diacritics: μάμμος Low diacritics: μάμμος Capitals: ΜΑΜΜΟΣ
Transliteration A: mámmos Transliteration B: mammos Transliteration C: mammos Beta Code: ma/mmos

English (LSJ)

οἰκέτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 91] ὁ, erkl. Hesych. οἰκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

μάμμος: «οἰκέτης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
ο
μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].
(II)
μάμμος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης».