μόδα: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
(25) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=moda | |Transliteration C=moda | ||
|Beta Code=mo/da | |Beta Code=mo/da | ||
|Definition= | |Definition=[[στρώματα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μόδα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στρώματα». | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[μόδα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στρώματα».<br /> <b>(II)</b><br />η<br />οι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική [[σφαίρα]], στον τρόπο ζωής και, [[κυρίως]] σε ό,τι έχει [[σχέση]] με ενδύματα, χρώματα, [[κόμμωση]], κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής της εποχής, αλλ. [[συρμός]] («το [[μπλε]] [[χρώμα]] [[είναι]] της μόδας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span>ιταλ. <i>moda</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>modus</i> «[[τρόπος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 25 August 2023
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
μόδα: «στρώματα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
μόδα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρώματα».
(II)
η
οι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική σφαίρα, στον τρόπο ζωής και, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με ενδύματα, χρώματα, κόμμωση, κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής της εποχής, αλλ. συρμός («το μπλε χρώμα είναι της μόδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. <ιταλ. moda < λατ. modus «τρόπος»].