εἰλήλουθα: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰλήλουθα:''' [[εἰληλούθειν]], Επικ. αντί <i>ἐλήλῠθα</i>, <i>-ύθειν</i>, παρακ. και υπερσ. του [[ἔρχομαι]]· | |lsmtext='''εἰλήλουθα:''' [[εἰληλούθειν]], Επικ. αντί <i>ἐλήλῠθα</i>, <i>-ύθειν</i>, παρακ. και υπερσ. του [[ἔρχομαι]]· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 25 August 2023
English (LSJ)
εἰληλούθειν, εἰλήλουθμεν, v. ἔρχομαι.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sync. εἰλήλουθμεν;
pf. épq. de ἔρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰλήλουθα: и ἐλήλουθα эп. pf. к ἔρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλήλουθα: εἰληλούθιεν, εἰλήλουθμεν, ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρχομαι.
English (Autenrieth)
see ἔρχομαι.
Greek Monotonic
εἰλήλουθα: εἰληλούθειν, Επικ. αντί ἐλήλῠθα, -ύθειν, παρακ. και υπερσ. του ἔρχομαι· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.