εἰλήλουθα: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰλήλουθα:''' [[εἰληλούθειν]], Επικ. αντί <i>ἐλήλῠθα</i>, <i>-ύθειν</i>, παρακ. και υπερσ. του [[ἔρχομαι]]· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.
|lsmtext='''εἰλήλουθα:''' [[εἰληλούθειν]], Επικ. αντί <i>ἐλήλῠθα</i>, <i>-ύθειν</i>, παρακ. και υπερσ. του [[ἔρχομαι]]· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλήλουθα Medium diacritics: εἰλήλουθα Low diacritics: ειλήλουθα Capitals: ΕΙΛΗΛΟΥΘΑ
Transliteration A: eilḗloutha Transliteration B: eilēloutha Transliteration C: eililoutha Beta Code: ei)lh/louqa

English (LSJ)

εἰληλούθειν, εἰλήλουθμεν, v. ἔρχομαι.

German (Pape)

[Seite 728] perf. zu ἔρχομαι.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sync. εἰλήλουθμεν;
pf. épq. de ἔρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

εἰλήλουθα: и ἐλήλουθα эп. pf. к ἔρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλήλουθα: εἰληλούθιεν, εἰλήλουθμεν, ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρχομαι.

English (Autenrieth)

see ἔρχομαι.

Greek Monotonic

εἰλήλουθα: εἰληλούθειν, Επικ. αντί ἐλήλῠθα, -ύθειν, παρακ. και υπερσ. του ἔρχομαι· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.