χύτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chytis
|Transliteration C=chytis
|Beta Code=xu/ths
|Beta Code=xu/ths
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">metal-caster</b>, Gloss.</span>
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, [[metal-caster]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ χύνων μέταλλα εἰς τύπους, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8971.
|lstext='''χύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ χύνων μέταλλα εἰς τύπους, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8971.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[τεχνικός]] που διενεργεί [[χύτευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πυρετός]] χυτών μετάλλου»<br /><b>ιατρ.</b> [[υψηλός]] [[πυρετός]] [[μέχρι]] 40° που εμφανίζεται σε εργαζομένους, [[μετά]] από τη [[χύτευση]] βαρέων μετάλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χύτης Medium diacritics: χύτης Low diacritics: χύτης Capitals: ΧΥΤΗΣ
Transliteration A: chýtēs Transliteration B: chytēs Transliteration C: chytis Beta Code: xu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, metal-caster, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1385] ὁ, der Gießende, das Werkzeug zum Gießen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ χύνων μέταλλα εἰς τύπους, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8971.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
τεχνικός που διενεργεί χύτευση
νεοελλ.
φρ. «πυρετός χυτών μετάλλου»
ιατρ. υψηλός πυρετός μέχρι 40° που εμφανίζεται σε εργαζομένους, μετά από τη χύτευση βαρέων μετάλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -της].