κατέαγα: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kateaga | |Transliteration C=kateaga | ||
|Beta Code=kate/aga | |Beta Code=kate/aga | ||
|Definition=κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, | |Definition=κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, v. [[κατάγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[κατάγνυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατέᾱγα:''' pf. к [[κατάγνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατέᾱγα''': κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. [[κατάγνυμι]]. | |lstext='''κατέᾱγα''': κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. [[κατάγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''κατέᾱγα:''' αμτβ. παρακ. του [[κατάγνυμι]]· -[[κατεάγην]] <i>[ᾰ]</i>, Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. <i>κατεαγῶσιν</i>· -[[κατέαξα]], Ενεργ. αορ. αʹ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:47, 25 August 2023
English (LSJ)
κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, v. κατάγνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. κατάγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
κατέᾱγα: pf. к κατάγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κατέᾱγα: κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. κατάγνυμι.
Greek Monotonic
κατέᾱγα: αμτβ. παρακ. του κατάγνυμι· -κατεάγην [ᾰ], Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. κατεαγῶσιν· -κατέαξα, Ενεργ. αορ. αʹ.