πολλαπλήσιος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πολλαπλήσιος Ion. voor πολλαπλάσιος. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:48, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, Ion. for πολλαπλάσιος.
German (Pape)
[Seite 658] ion. = πολλαπλάσιος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πολλαπλάσιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλαπλήσιος Ion. voor πολλαπλάσιος.
Russian (Dvoretsky)
πολλαπλήσιος: ион. = πολλαπλάσιος.
Greek Monolingual
-ίη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. πολλαπλάσιος.
Greek Monotonic
πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ιων. αντί πολλαπλάσιος.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πολλαπλάσιος.
Middle Liddell
πολλαπλήσιος, η, ον [ionic for πολλαπλάσιος.]