μεγαλανορία: Difference between revisions

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
(sl1)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megalanoria
|Transliteration C=megalanoria
|Beta Code=megalanori/a
|Beta Code=megalanori/a
|Definition=μεγᾰλ-άνωρ, Dor. for μεγαλην-.
|Definition=[[μεγαλάνωρ]], Dor. for μεγαλην-.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0105.png Seite 105]] ἡ, u. μεγαλάνωρ, dor. = [[μεγαληνορία]] u. [[μεγαλήνωρ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0105.png Seite 105]] ἡ, u. μεγαλάνωρ, dor. = [[μεγαληνορία]] u. [[μεγαλήνωρ]].
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[μεγαληνορία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλᾱνορία''': μεγᾰλάνωρ, Δωρ. ἀντὶ μεγαλην-.
|lstext='''μεγᾰλᾱνορία''': μεγᾰλάνωρ, Δωρ. ἀντὶ μεγαλην-.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=<i>dor. c.</i> [[μεγαληνορία]].
|sltr=<b>μεγᾰλᾱνορία</b> <br />&nbspnbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[ambitious]] [[action]] ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες (N. 11.44)
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλανορία]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μεγαληνορία]].
}}
}}
{{Slater
{{lsm
|sltr=<b>μεγᾰλᾱνορία</b><br />&nbspnbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[ambitious]] [[action]] ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες (N. 11.44)
|lsmtext='''μεγᾰλᾱνορία:''' μεγᾰλ-άνωρ, Δωρ. αντί <i>μεγαλ-ην-</i>.
}}
}}

Latest revision as of 09:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλᾱνορία Medium diacritics: μεγαλανορία Low diacritics: μεγαλανορία Capitals: ΜΕΓΑΛΑΝΟΡΙΑ
Transliteration A: megalanoría Transliteration B: megalanoria Transliteration C: megalanoria Beta Code: megalanori/a

English (LSJ)

μεγαλάνωρ, Dor. for μεγαλην-.

German (Pape)

[Seite 105] ἡ, u. μεγαλάνωρ, dor. = μεγαληνορία u. μεγαλήνωρ.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μεγαληνορία.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλᾱνορία: μεγᾰλάνωρ, Δωρ. ἀντὶ μεγαλην-.

English (Slater)

μεγᾰλᾱνορία
&nbspnbsp;  1 ambitious action ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες (N. 11.44)

Greek Monolingual

μεγαλανορία, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεγαληνορία.

Greek Monotonic

μεγᾰλᾱνορία: μεγᾰλ-άνωρ, Δωρ. αντί μεγαλ-ην-.