τρᾶχος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(41)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trachos
|Transliteration C=trachos
|Beta Code=tra=xos
|Beta Code=tra=xos
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">duretum</b>, Gloss.</span>
|Definition=[[duretum]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και τραχούρι, το, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης].
|mltxt=και τραχούρι, το, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />τραχύ, ανώμαλο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νεώτερος [[σχηματισμός]] από το επίθ. [[τραχύς]] [[κατά]] το σχ. [[τάχος]]: [[ταχύς]].
}}
}}

Latest revision as of 09:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾶχος Medium diacritics: τρᾶχος Low diacritics: τράχος Capitals: ΤΡΑΧΟΣ
Transliteration A: trâchos Transliteration B: trachos Transliteration C: trachos Beta Code: tra=xos

English (LSJ)

duretum, Glossaria.

Greek Monolingual

και τραχούρι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης].

Greek Monolingual

Α
τραχύ, ανώμαλο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός από το επίθ. τραχύς κατά το σχ. τάχος: ταχύς.