μελανέω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] schwarz werden, sich schwärzen, so erkl. Einige Il. 7, 63, οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον· μελάνει δέ τε [[πόντος]] ὑπ' αὐτῆς, als imperf., das Meer schwärzte sich; Aristarchs Ansicht bei Schol. Aristonic.: ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἐὰν μὲν γράφηται <b class="b2">[[πόντος]]</b> ὑπ' <b class="b2">[[αὐτοῦ]]</b>, ἔσται μελαίνεται ὁ [[πόντος]] ὑπὸ τοῦ Ζεφύρου· ἐὰν δὲ πόντον ὑπ' αὐτῇ, ἔσται μελαίνει δὲ πόντον ὁ [[Ζέφυρος]] ὑπὸ τῇ φρίκῃ. Sicherer ist An. Rh. 4, 1574, [[βένθος]] ἀκίνητον μελανεῖ, u. Callimach. ep. 8 (XII, 230), τὸν τὸ καλὸν μελανεῦντα; vgl. Philod. 10 (V, 121), μίκκη καὶ μελανεῦσα Φιλαίνιον; Arat. 836 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] schwarz werden, sich schwärzen, so erkl. Einige Il. 7, 63, οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον· μελάνει δέ τε [[πόντος]] ὑπ' αὐτῆς, als imperf., das Meer schwärzte sich; Aristarchs Ansicht bei Schol. Aristonic.: ἡ [[διπλῆ]], ὅτι ἐὰν μὲν γράφηται <b class="b2">[[πόντος]]</b> ὑπ' <b class="b2">[[αὐτοῦ]]</b>, ἔσται μελαίνεται ὁ [[πόντος]] ὑπὸ τοῦ Ζεφύρου· ἐὰν δὲ πόντον ὑπ' αὐτῇ, ἔσται μελαίνει δὲ πόντον ὁ [[Ζέφυρος]] ὑπὸ τῇ φρίκῃ. Sicherer ist An. Rh. 4, 1574, [[βένθος]] ἀκίνητον μελανεῖ, u. Callimach. ep. 8 (XII, 230), τὸν τὸ καλὸν μελανεῦντα; vgl. Philod. 10 (V, 121), μίκκη καὶ μελανεῦσα Φιλαίνιον; Arat. 836 u. öfter.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 09:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελανέω Medium diacritics: μελανέω Low diacritics: μελανέω Capitals: ΜΕΛΑΝΕΩ
Transliteration A: melanéō Transliteration B: melaneō Transliteration C: melaneo Beta Code: melane/w

English (LSJ)

v. μελάνω.

German (Pape)

[Seite 119] schwarz werden, sich schwärzen, so erkl. Einige Il. 7, 63, οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον· μελάνει δέ τε πόντος ὑπ' αὐτῆς, als imperf., das Meer schwärzte sich; Aristarchs Ansicht bei Schol. Aristonic.: ἡ διπλῆ, ὅτι ἐὰν μὲν γράφηται πόντος ὑπ' αὐτοῦ, ἔσται μελαίνεται ὁ πόντος ὑπὸ τοῦ Ζεφύρου· ἐὰν δὲ πόντον ὑπ' αὐτῇ, ἔσται μελαίνει δὲ πόντον ὁ Ζέφυρος ὑπὸ τῇ φρίκῃ. Sicherer ist An. Rh. 4, 1574, βένθος ἀκίνητον μελανεῖ, u. Callimach. ep. 8 (XII, 230), τὸν τὸ καλὸν μελανεῦντα; vgl. Philod. 10 (V, 121), μίκκη καὶ μελανεῦσα Φιλαίνιον; Arat. 836 u. öfter.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνέω: становиться черным, чернеть Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μελανέω: ἴδε ἐν λ. μελάνω.

Greek Monotonic

μελανέω: = μελάνω, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελανέω, = μελάνω, Anth.]