εὐεπιχείρητος: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evepicheiritos | |Transliteration C=evepicheiritos | ||
|Beta Code=eu)epixei/rhtos | |Beta Code=eu)epixei/rhtos | ||
|Definition= | |Definition=εὐεπιχείρητον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to be attacked]], Str.5.3.7, Poll.1.172. Adv. [[εὐεπιχειρήτως]] Hierocl. ''in CA''10p.436M.<br><span class="bld">2</span> [[easy to be attempted]] or [[proven]], πρόβλημα Arist. ''APr.''42b29, cf. ''Top.''111a11 (Comp.).<br><span class="bld">3</span> [[insidious]], Ph.2.107 (Comp.).<br><span class="bld">II</span> [[readily attempting]], D.L.4.30. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐεπιχείρητος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''εὐεπιχείρητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[легко предпринимаемый]], [[нетрудный]] ([[πρόβλημα]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[деятельный]], [[предприимчивый]] ([[νεανίσκος]] Diog. L.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐεπιχείρητον,
A easy to be attacked, Str.5.3.7, Poll.1.172. Adv. εὐεπιχειρήτως Hierocl. in CA10p.436M.
2 easy to be attempted or proven, πρόβλημα Arist. APr.42b29, cf. Top.111a11 (Comp.).
3 insidious, Ph.2.107 (Comp.).
II readily attempting, D.L.4.30.
German (Pape)
[Seite 1065] leicht anzufassen, zu unternehmen, Sp.; εὐεπιχειρητοτέρα ἡ θέσις, im rhetorischen Sinne, Arist. top. 2, 4; – leicht angreifend, D. L. 4, 30.
Russian (Dvoretsky)
εὐεπιχείρητος:
1 легко предпринимаемый, нетрудный (πρόβλημα Arst.);
2 деятельный, предприимчивый (νεανίσκος Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπιχείρητος: -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ προσβάλῃ τις, εὐπρόσβλητος, Πολυδ. Α΄. 172. 2) εὐκόλως ἐπιχειρούμενος ἢ ἀποδεικνυόμενος, πρόβλημα Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 26, 1, πρβλ.. Τοπ. 2. 4, 1. ΙΙ. ὁ ἑτοίμως ἐπιχειρῶν τι, Διογ. Λ. 4. 30: - Ἐπίρρ. -τως, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 97.
Greek Monolingual
εὐεπιχείρητος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να προσβάλει, ο ευπρόσβλητος («τοῦ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», Στράβ.)
2. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον πρόβλημα», Αριστοτ.)
3. αυτός που εύκολα επιχειρεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-χειρώ (πρβλ. αν-επι-χείρητος, δυσ-επι-χείρητος)].