σόγχος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sogchos | |Transliteration C=sogchos | ||
|Beta Code=so/gxos | |Beta Code=so/gxos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[sow-thistle]], [[Sonchus aspera]], Antiph.226.4; also written σόγκος, Matro ''Fr.''2.1, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.6.10,6.4.3,8, Nic.''Fr.''71, Hegesand. 9 (where <b class="b3">ἐξογκοῖτ'</b> is a pun on <b class="b3">ἐκσογκοῖτ'</b>).<br><span class="bld">II</span> σόγχος [[τρυφερός]], [[milkweed]], [[Sonchus oleraceus]], Ps.-Dsc.2.131. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A sow-thistle, Sonchus aspera, Antiph.226.4; also written σόγκος, Matro Fr.2.1, Thphr. HP 4.6.10,6.4.3,8, Nic.Fr.71, Hegesand. 9 (where ἐξογκοῖτ' is a pun on ἐκσογκοῖτ').
II σόγχος τρυφερός, milkweed, Sonchus oleraceus, Ps.-Dsc.2.131.
German (Pape)
[Seite 912] ὁ, eine distelartige Pflanze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σόγχος: ὁ, σκολυμώδης βοτάνη, «ζοχός», sonchus, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ σόγκος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10., 6. 4, 3, κτλ.· «λάχανον ἄγριον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σόγκος Α, και σόχος Ν
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα, ένα είδος του οποίου είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως ζοχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].