σόγχος: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sogchos
|Transliteration C=sogchos
|Beta Code=so/gxos
|Beta Code=so/gxos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sow-thistle, Sonchus aspera</b>, <span class="bibl">Antiph.226.4</span>; also written σόγκος, <span class="bibl">Matro <span class="title">Fr.</span>2.1</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.6.10</span>,<span class="bibl">6.4.3</span>,<span class="bibl">8</span>, Nic.<span class="title">Fr.</span>71, <span class="bibl">Hegesand. 9</span> (where <b class="b3">ἐξογκοῖτ'</b> is a pun on <b class="b3">ἐκσογκοῖτ'</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">σ. τρυφερός</b>, <b class="b2">milkweed, Sonchus oleraceus</b>, Ps.-Dsc.2.131.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[sow-thistle]], [[Sonchus aspera]], Antiph.226.4; also written σόγκος, Matro ''Fr.''2.1, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.6.10,6.4.3,8, Nic.''Fr.''71, Hegesand. 9 (where <b class="b3">ἐξογκοῖτ'</b> is a pun on <b class="b3">ἐκσογκοῖτ'</b>).<br><span class="bld">II</span> σόγχος [[τρυφερός]], [[milkweed]], [[Sonchus oleraceus]], Ps.-Dsc.2.131.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, eine distelartige Pflanze, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, eine distelartige Pflanze, Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''σόγχος''': ὁ, [[σκολυμώδης]] [[βοτάνη]], «ζοχός», sonchus, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ [[σόγκος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10., 6. 4, 3, κτλ.· «[[λάχανον]] ἄγριον» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[σόγκος]] Α, και [[σόχος]] Ν<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]], ένα [[είδος]] του οποίου [[είναι]] [[σήμερα]] κοινώς γνωστό ως [[ζοχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σόγχος Medium diacritics: σόγχος Low diacritics: σόγχος Capitals: ΣΟΓΧΟΣ
Transliteration A: sónchos Transliteration B: sonchos Transliteration C: sogchos Beta Code: so/gxos

English (LSJ)

ὁ,
A sow-thistle, Sonchus aspera, Antiph.226.4; also written σόγκος, Matro Fr.2.1, Thphr. HP 4.6.10,6.4.3,8, Nic.Fr.71, Hegesand. 9 (where ἐξογκοῖτ' is a pun on ἐκσογκοῖτ').
II σόγχος τρυφερός, milkweed, Sonchus oleraceus, Ps.-Dsc.2.131.

German (Pape)

[Seite 912] ὁ, eine distelartige Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σόγχος: ὁ, σκολυμώδης βοτάνη, «ζοχός», sonchus, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ σόγκος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10., 6. 4, 3, κτλ.· «λάχανον ἄγριον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σόγκος Α, και σόχος Ν
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα, ένα είδος του οποίου είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως ζοχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].