τίλμα: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tilma
|Transliteration C=tilma
|Beta Code=ti/lma
|Beta Code=ti/lma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything pulled</b> or <b class="b2">shredded, lint</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Decent.</span>8</span>, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.957. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">anything that can be pulled</b> or <b class="b2">plucked</b>, Plu.2.48b. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[τίλσις]], <span class="bibl">Herod.2.69</span> (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> in later Medic. language, <b class="b3">τίλματα</b> <b class="b2">sprains</b>, Gal.18(1).682.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[anything pulled]] or [[shredded]], [[lint]], Hp.''Decent.''8, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.957.<br><span class="bld">II</span> [[anything that can be pulled]] or [[plucked]], Plu.2.48b.<br><span class="bld">III</span> = [[τίλσις]], Herod.2.69 (pl.).<br><span class="bld">IV</span> in later Medic. language, [[τίλματα]] [[sprains]], Gal.18(1).682.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1114.png Seite 1114]] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1114.png Seite 1114]] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[poil épilé]].<br />'''Étymologie:''' [[τίλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τίλμα:''' ατος τό [[τίλλω]] клок: τίλματα τίλλειν Plut. рвать в клочья.
}}
{{ls
|lstext='''τίλμα''': τό, πᾶν ὅ,τι ἀπετίλθη ἢ ἀπεσπάσθη, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 24. 15, Γαλην. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ ἀποσπασθῇ ἢ μαδηθῇ, Πλούτ. 2. 48Β. ΙΙΙ. = [[τίλσις]], μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. IV. παρὰ μεταγεν. ἰατρ. τίλματα = σπάσματα. Γαλην., κλπ.· ἴδε Foës. Oec.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[τίλλω]]<br />[[μοτός]], [[ξαντό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στουπί]] από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως [[γάζα]] σε περιπτώσεις τραυματισμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τίλση]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τίλματα</i>- <b>ιατρ.</b> διαστρέμματα.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίλμα Medium diacritics: τίλμα Low diacritics: τίλμα Capitals: ΤΙΛΜΑ
Transliteration A: tílma Transliteration B: tilma Transliteration C: tilma Beta Code: ti/lma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything pulled or shredded, lint, Hp.Decent.8, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.957.
II anything that can be pulled or plucked, Plu.2.48b.
III = τίλσις, Herod.2.69 (pl.).
IV in later Medic. language, τίλματα sprains, Gal.18(1).682.

German (Pape)

[Seite 1114] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poil épilé.
Étymologie: τίλλω.

Russian (Dvoretsky)

τίλμα: ατος τό τίλλω клок: τίλματα τίλλειν Plut. рвать в клочья.

Greek (Liddell-Scott)

τίλμα: τό, πᾶν ὅ,τι ἀπετίλθη ἢ ἀπεσπάσθη, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 24. 15, Γαλην. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ ἀποσπασθῇ ἢ μαδηθῇ, Πλούτ. 2. 48Β. ΙΙΙ. = τίλσις, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. IV. παρὰ μεταγεν. ἰατρ. τίλματα = σπάσματα. Γαλην., κλπ.· ἴδε Foës. Oec.

Greek Monolingual

το, ΝΑ τίλλω
μοτός, ξαντό
νεοελλ.
στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών
αρχ.
1. τίλση
2. καθετί που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί
3. στον πληθ. τὰ τίλματα- ιατρ. διαστρέμματα.