κατάψυξις: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
m (Text replacement - "˙" to "·")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapsyksis
|Transliteration C=katapsyksis
|Beta Code=kata/yucis
|Beta Code=kata/yucis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cooling</b> or <b class="b2">becoming cold, chill</b>, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι <span class="bibl">Hp. <span class="title">Prorrh.</span>1.27</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Coac.</span>337</span>, al.: freq. in Arist., ὁ φόβος κ. δι' ὀλιγαιμότητά ἐστι <span class="bibl"><span class="title">PA</span>692a23</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>1389b32</span>; simply, <b class="b2">cold</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.8.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[κώνειον]] (from its effect), Ps.-Dsc.4.78.</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[cooling]] or [[becoming cold]], [[chill]], αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Hp. ''Prorrh.''1.27, cf. ''Coac.''337, al.: freq. in Arist., ὁ φόβος κ. δι' ὀλιγαιμότητά ἐστι ''PA''692a23, cf. ''Rh.''1389b32; simply, [[cold]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.8.4.<br><span class="bld">II</span> = [[κώνειον]] (from its effect), Ps.-Dsc.4.78.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1393.png Seite 1393]] ἡ, das Abkühlen, Erkälten, Hippocr.; Arist. H. A. 8, 2 u. Sp.; – ὁ [[φόβος]] κατάψυξίς
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1393.png Seite 1393]] ἡ, das Abkühlen, Erkälten, Hippocr.; Arist. H. A. 8, 2 u. Sp.; – ὁ [[φόβος]] κατάψυξίς
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[refroidissement]].<br />'''Étymologie:''' [[καταψύχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάψυξις:''' εως ἡ [[охлаждение]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάψυξις''': -εως, ἡ, τὸ καταψύχεσθαι ἢ γίνεσθαι ψυχρόν, [[ψῦχος]], [[ψύχρα]], κρυάδα, δροσισμός, αἱ [[μετὰ]] καταψύξιος δυσφορίαι Ἱππ. Προρρ. 69, πρβλ. 172D, κ. ἀλλ.· [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ., ὁ [[φόβος]] κ. δι’ ὀλιγαιμότητά ἐστι π. Ζ. Μορ. 4. 11, 22, πρβλ. Ρητ. 2. 13, 7· διὰ τὴν πύκνωσιν καὶ κ. τοῦ ἀέρος Θεόφρ.· καταψύξεως δεῖται διὰ τὸ μὴ κατὰ βάθους [[εἶναι]] τὰς ῥίζας ὁ αὐτ.
|lstext='''κατάψυξις''': -εως, ἡ, τὸ καταψύχεσθαι ἢ γίνεσθαι ψυχρόν, [[ψῦχος]], [[ψύχρα]], κρυάδα, δροσισμός, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Ἱππ. Προρρ. 69, πρβλ. 172D, κ. ἀλλ.· συχν. παρ’ Ἀριστ., ὁ [[φόβος]] κ. δι’ ὀλιγαιμότητά ἐστι π. Ζ. Μορ. 4. 11, 22, πρβλ. Ρητ. 2. 13, 7· διὰ τὴν πύκνωσιν καὶ κ. τοῦ ἀέρος Θεόφρ.· καταψύξεως δεῖται διὰ τὸ μὴ κατὰ βάθους [[εἶναι]] τὰς ῥίζας ὁ αὐτ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />refroidissement.<br />'''Étymologie:''' [[καταψύχω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάψυξις -εως, ἡ [καταψύχω] afkoeling.
|elnltext=κατάψυξις -εως, ἡ [καταψύχω] [[afkoeling]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάψυξις:''' εως ἡ охлаждение Arst.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάψυξις Medium diacritics: κατάψυξις Low diacritics: κατάψυξις Capitals: ΚΑΤΑΨΥΞΙΣ
Transliteration A: katápsyxis Transliteration B: katapsyxis Transliteration C: katapsyksis Beta Code: kata/yucis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A cooling or becoming cold, chill, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Hp. Prorrh.1.27, cf. Coac.337, al.: freq. in Arist., ὁ φόβος κ. δι' ὀλιγαιμότητά ἐστι PA692a23, cf. Rh.1389b32; simply, cold, Thphr. HP 6.8.4.
II = κώνειον (from its effect), Ps.-Dsc.4.78.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, das Abkühlen, Erkälten, Hippocr.; Arist. H. A. 8, 2 u. Sp.; – ὁ φόβος κατάψυξίς

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
refroidissement.
Étymologie: καταψύχω.

Russian (Dvoretsky)

κατάψυξις: εως ἡ охлаждение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κατάψυξις: -εως, ἡ, τὸ καταψύχεσθαι ἢ γίνεσθαι ψυχρόν, ψῦχος, ψύχρα, κρυάδα, δροσισμός, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Ἱππ. Προρρ. 69, πρβλ. 172D, κ. ἀλλ.· συχν. παρ’ Ἀριστ., ὁ φόβος κ. δι’ ὀλιγαιμότητά ἐστι π. Ζ. Μορ. 4. 11, 22, πρβλ. Ρητ. 2. 13, 7· διὰ τὴν πύκνωσιν καὶ κ. τοῦ ἀέρος Θεόφρ.· καταψύξεως δεῖται διὰ τὸ μὴ κατὰ βάθους εἶναι τὰς ῥίζας ὁ αὐτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάψυξις -εως, ἡ [καταψύχω] afkoeling.