ἐπιδεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
(13)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epidektikos
|Transliteration C=epidektikos
|Beta Code=e)pidektiko/s
|Beta Code=e)pidektiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">capable of containing</b> πόλεων <span class="bibl">Str.3.4.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. <b class="b2">capable of</b>, c.gen., <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.64</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.81 W.; <b class="b2">admitting</b>, ἄρθρου <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>63.19</span>; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν <span class="bibl">Theon <span class="title">Prog.</span>10</span>; <b class="b2">receptive</b>, <b class="b3">ἐ. αἴτιον</b>, opp. <b class="b3">ποιητικόν</b>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Febr.</span>25</span>.</span>
|Definition=ἐπιδεκτική, ἐπιδεκτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of containing]] πόλεων Str.3.4.13.<br><span class="bld">2</span>. [[capable of]], c.gen., Chrysipp.Stoic.2.64, Phld.''Ir.''p.81 W.; [[admitting]], ἄρθρου A.D.''Pron.''63.19; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν Theon ''Prog.''10; [[receptive]], <b class="b3">ἐ. αἴτιον</b>, opp. [[ποιητικόν]], Alex.Aphr.''Febr.''25.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />capable de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδέχομαι]].
|btext=ή, όν :<br />[[capable de]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδέχομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδεκτικός]], -ή, -όν) [[επιδέχομαι]]<br />αυτός που επιδέχεται [[κάτι]], που μπορεί να δεχθεί [[κάτι]] («[[επιδεκτικός]] μαθήσεως», «[[επιδεκτικός]] θεραπείας, διορθώσεως» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να έχει [[κάτι]] («[[οὔτε]] γὰρ ἡ τῆς χώρας [[φύσις]] [[πόλεων]] ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] με τον οποίο ασκείται [[κάποιος]] σε [[κάτι]] («[[γύμνασμα]] ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδεκτικός]], -ή, -όν) [[επιδέχομαι]]<br />αυτός που επιδέχεται [[κάτι]], που μπορεί να δεχθεί [[κάτι]] («[[επιδεκτικός]] μαθήσεως», «[[επιδεκτικός]] θεραπείας, διορθώσεως» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να έχει [[κάτι]] («[[οὔτε]] γὰρ ἡ τῆς χώρας [[φύσις]] [[πόλεων]] ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] με τον οποίο ασκείται [[κάποιος]] σε [[κάτι]] («[[γύμνασμα]] ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδεκτικός:''' досл. вмещающий, перен. (к чему-л.) восприимчивый или способный (κάλλους Plut.): τὸ ἐπιδεκτικὸν τοῦ [[γενέσθαι]] Plut. то, что может произойти, возможное.
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδεκτικός Medium diacritics: ἐπιδεκτικός Low diacritics: επιδεκτικός Capitals: ΕΠΙΔΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epidektikós Transliteration B: epidektikos Transliteration C: epidektikos Beta Code: e)pidektiko/s

English (LSJ)

ἐπιδεκτική, ἐπιδεκτικόν,
A capable of containing πόλεων Str.3.4.13.
2. capable of, c.gen., Chrysipp.Stoic.2.64, Phld.Ir.p.81 W.; admitting, ἄρθρου A.D.Pron.63.19; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν Theon Prog.10; receptive, ἐ. αἴτιον, opp. ποιητικόν, Alex.Aphr.Febr.25.

German (Pape)

[Seite 935] ή, όν, aufnehmend, τινός, Sp.; οὔτε ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστιν Strab. III, 163.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable de.
Étymologie: ἐπιδέχομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιδεκτικός, -ή, -όν) επιδέχομαι
αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτιεπιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.)
αρχ.
1. κατάλληλος να έχει κάτιοὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)
2. εκείνος με τον οποίο ασκείται κάποιος σε κάτιγύμνασμα ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδεκτικός: досл. вмещающий, перен. (к чему-л.) восприимчивый или способный (κάλλους Plut.): τὸ ἐπιδεκτικὸν τοῦ γενέσθαι Plut. то, что может произойти, возможное.