ἀσημείωτος: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asimeiotos | |Transliteration C=asimeiotos | ||
|Beta Code=a)shmei/wtos | |Beta Code=a)shmei/wtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀσημείωτον,<br><span class="bld">A</span> [[unnoticed]], πηγὴν παρελθεῖν Ph.1.121; ἀσαμήωτον αὐτοῦ τὰν παρουσίαν ἀφέμεν ''GDI''3059.22 (Byzantium, i A. D.).<br><span class="bld">II</span> [[without signposts]], of a road, Demetr.''Eloc.''202.<br><span class="bld">III</span> [[not capable of being inferred by signs]], ἀσημείωτα πάντα ποιοῦσι τἀφανῆ Phld.''Sign.'' 30. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἀσαμήωτος <i>GDI</i> 3059.22 (Megáride I d.C.)<br /><b class="num">1</b> [[no señalado]], [[no marcado]] ὁδός Demetr.<i>Eloc</i>.202, πηγή Ph.2.121, αἱ Χηλαί Sch.Arat.607, fig. μὴ ἀσαμήωτον αὐτοῦ τὰν παρουσίαν ἀφέμεν <i>GDI</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">2</b> [[que no se puede indicar con signos]] los que rechazan los métodos de inferencia ἀσημείωτα πάντα ποιοῦσι τἀφανῆ Phld.<i>Sign</i>.30.35, cf. 31.25. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσημείωτος''': -ον, μὴ σεσημειωμένος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 22. 2) ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ μὴ ἔχουσα μιλιάρια, [[ἤτοι]] λίθινα σημεῖα τῶν μιλίων, Ψευδο-Δημητρ. 89. 14. | |lstext='''ἀσημείωτος''': -ον, μὴ σεσημειωμένος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 22. 2) ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ μὴ ἔχουσα μιλιάρια, [[ἤτοι]] λίθινα σημεῖα τῶν μιλίων, Ψευδο-Δημητρ. 89. 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσημείωτος]], -ον)<br />ο [[απαρατήρητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει σημειωθεί ή δεν έχει καταγραφεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν [[είναι]] [[σημειωμένος]]» που δεν έχει [[δηλαδή]] σωματικό [[ελάττωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει διακριτικά [[σημεία]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] στον οποίο δεν μπορεί να γίνει [[αναφορά]] με σημάδια ή σύμβολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σημειώ]] (-<i>όω</i>) <span style="color: red;"><</span> [[σημείον]]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσημείωτος]], -ον)<br />ο [[απαρατήρητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει σημειωθεί ή δεν έχει καταγραφεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν [[είναι]] [[σημειωμένος]]» που δεν έχει [[δηλαδή]] σωματικό [[ελάττωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει διακριτικά [[σημεία]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] στον οποίο δεν μπορεί να γίνει [[αναφορά]] με σημάδια ή σύμβολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σημειώ]] (-<i>όω</i>) <span style="color: red;"><</span> [[σημείον]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσημείωτον,
A unnoticed, πηγὴν παρελθεῖν Ph.1.121; ἀσαμήωτον αὐτοῦ τὰν παρουσίαν ἀφέμεν GDI3059.22 (Byzantium, i A. D.).
II without signposts, of a road, Demetr.Eloc.202.
III not capable of being inferred by signs, ἀσημείωτα πάντα ποιοῦσι τἀφανῆ Phld.Sign. 30.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀσαμήωτος GDI 3059.22 (Megáride I d.C.)
1 no señalado, no marcado ὁδός Demetr.Eloc.202, πηγή Ph.2.121, αἱ Χηλαί Sch.Arat.607, fig. μὴ ἀσαμήωτον αὐτοῦ τὰν παρουσίαν ἀφέμεν GDI l.c.
2 que no se puede indicar con signos los que rechazan los métodos de inferencia ἀσημείωτα πάντα ποιοῦσι τἀφανῆ Phld.Sign.30.35, cf. 31.25.
German (Pape)
[Seite 369] unbezeichnet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσημείωτος: -ον, μὴ σεσημειωμένος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 22. 2) ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ μὴ ἔχουσα μιλιάρια, ἤτοι λίθινα σημεῖα τῶν μιλίων, Ψευδο-Δημητρ. 89. 14.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσημείωτος, -ον)
ο απαρατήρητος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει σημειωθεί ή δεν έχει καταγραφεί
2. εκείνος που δεν είναι σημειωμένος» που δεν έχει δηλαδή σωματικό ελάττωμα
αρχ.
1. όποιος δεν έχει διακριτικά σημεία
2. εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να γίνει αναφορά με σημάδια ή σύμβολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σημειώ (-όω) < σημείον].