ἐπισυμπίπτω: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(6_13a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episympipto | |Transliteration C=episympipto | ||
|Beta Code=e)pisumpi/ptw | |Beta Code=e)pisumpi/ptw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[collapse]], [[decay]], Ph.2.221, Anon.Lond.27.31; [[spring together again]], Str.6.1.12; [[contract]], of the heart in systole, Ruf.''Syn.Puls.''3.<br><span class="bld">II</span> [[happen besides]] or [[in addition to]], τοῖς γεγονόσιν J.''AJ''15.10.3; <b class="b3">-πίπτουσαι διαστροφαί</b> [[casual]] distortions, Ptol.''Tetr.''108. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισυμπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον [[εὐτύχημα]] τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221. | |lstext='''ἐπισυμπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον [[εὐτύχημα]] τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπισυμπίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναπηδώ]] [[μαζί]] [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]] [[κατόπιν]] ή επί [[πλέον]] [«ἐπισυμπίπτει οὐ [[μέτριον]] [[εὐτύχημα]] τοῖς ἤδη γεγονόσιν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπίπτω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
A collapse, decay, Ph.2.221, Anon.Lond.27.31; spring together again, Str.6.1.12; contract, of the heart in systole, Ruf.Syn.Puls.3.
II happen besides or in addition to, τοῖς γεγονόσιν J.AJ15.10.3; -πίπτουσαι διαστροφαί casual distortions, Ptol.Tetr.108.
German (Pape)
[Seite 987] (s. πίπτω), darauf zusammenfallen, zugleich damit verfallen, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221.
Greek Monolingual
ἐπισυμπίπτω (Α)
1. αναπηδώ μαζί ξανά
2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῖς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.)
3. συμπίπτω.