ἐξαγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksagogimos
|Transliteration C=eksagogimos
|Beta Code=e)cagw/gimos
|Beta Code=e)cagw/gimos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[exportable]], ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι <span class="bibl">Lycurg.26</span>; τὰ ἐξαγώγιμα [[exports]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Oec.</span> 1345b21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[unsettled]], [[migratory]], of people, v.l. for [[εἰσ-]], <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>360.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">for drawing off</b> water, αἱ . τῶν ὑδάτων τάφροι <span class="bibl">D.H.4.44</span>.</span>
|Definition=ἐξαγώγιμον,<br><span class="bld">A</span> [[exportable]], ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Lycurg.26; τὰ ἐξαγώγιμα [[exports]], Arist. ''Oec.'' 1345b21.<br><span class="bld">2</span> [[unsettled]], [[migratory]], of people, [[varia lectio|v.l.]] for [[εἰσαγώγιμος]], E.''Fr.''360.10.<br><span class="bld">II</span> [[for drawing off]] water, αἱ ἐ. τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[exportable]] fig. τὸ καθ' ἑαυτὸν ἐξαγώγιμον ὑμῖν ... ἐποίησε Lycurg.26, cf. Lib.<i>Decl</i>.18.12, 20.34<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἐξαγώγιμα [[las exportaciones]] op. [[τὰ εἰσαγώγιμα]] Arist.<i>Oec</i>.1345<sup>b</sup>21, Theo <i>Prog</i>.125.8.<br /><b class="num">2</b> [[que se puede divulgar]] Sud.s.u. ἀπόρρητα.<br /><b class="num">II</b> [[que saca]], [[que desagua]], [[que drena]] c. gen. obj. αἱ ... ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] 1) ausführend, ableitend, αἱ ἐξ. τῶν ὑδάτων τάφροι D. Hal. 4, 44. – 2) auszuführen, Lycurg. 26; bes. von Waaren, die ausgeführt werden, Arist. Oec. 2, 1 u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] 1) ausführend, ableitend, αἱ ἐξ. τῶν ὑδάτων τάφροι D. Hal. 4, 44. – 2) auszuführen, Lycurg. 26; bes. von Waaren, die ausgeführt werden, Arist. Oec. 2, 1 u. A.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰγώγιμος:''' [[подлежащий вывозу]], [[вывозной]] (''[[sc.]]'' χρήματα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαγώγῐμος''': -ον, ὁ ἐξαγόμενος, ὃν δύναταί τις νὰ ἐξαγάγῃ εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Λυκοῦργ. 151. 18· τὰ ἐξαγώγιμα, τὰ ἐξαγόμενα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 3. 2) [[ἀνήσυχος]], ἄστατος, ἐπὶ λαοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 10. ΙΙ. ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐξαγωγὴν πράγματός τινος, αἱ ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι Διον. Ἁλ. 4. 44.
|lstext='''ἐξαγώγῐμος''': -ον, ὁ ἐξαγόμενος, ὃν δύναταί τις νὰ ἐξαγάγῃ εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Λυκοῦργ. 151. 18· τὰ ἐξαγώγιμα, τὰ ἐξαγόμενα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 3. 2) [[ἀνήσυχος]], ἄστατος, ἐπὶ λαοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 10. ΙΙ. ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐξαγωγὴν πράγματός τινος, αἱ ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι Διον. Ἁλ. 4. 44.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[exportable]] fig. τὸ καθ' ἑαυτὸν ἐξαγώγιμον ὑμῖν ... ἐποίησε Lycurg.26, cf. Lib.<i>Decl</i>.18.12, 20.34<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἐξαγώγιμα [[las exportaciones]] op. τὰ εἰσαγώγιμα Arist.<i>Oec</i>.1345<sup>b</sup>21, Theo <i>Prog</i>.125.8.<br /><b class="num">2</b> [[que se puede divulgar]] Sud.s.u. ἀπόρρητα.<br /><b class="num">II</b> [[que saca]], [[que desagua]], [[que drena]] c. gen. obj. αἱ ... ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαγώγιμος]], -ον) [[εξαγωγή]]<br />(για εμπορεύματα) ο [[κατάλληλος]] για [[εξαγωγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λαό) αυτός που μεταναστεύει [[συχνά]]<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[εξαγωγή]] («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ἐξαγώγιμα</i><br />τα εξαγόμενα προϊόντα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαγώγιμος]], -ον) [[εξαγωγή]]<br />(για εμπορεύματα) ο [[κατάλληλος]] για [[εξαγωγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λαό) αυτός που μεταναστεύει [[συχνά]]<br /><b>2.</b> ο [[χρήσιμος]] για [[εξαγωγή]] («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ἐξαγώγιμα</i><br />τα εξαγόμενα προϊόντα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰγώγιμος:''' подлежащий вывозу, вывозной (sc. χρήματα Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαγώγιμος Medium diacritics: ἐξαγώγιμος Low diacritics: εξαγώγιμος Capitals: ΕΞΑΓΩΓΙΜΟΣ
Transliteration A: exagṓgimos Transliteration B: exagōgimos Transliteration C: eksagogimos Beta Code: e)cagw/gimos

English (LSJ)

ἐξαγώγιμον,
A exportable, ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Lycurg.26; τὰ ἐξαγώγιμα exports, Arist. Oec. 1345b21.
2 unsettled, migratory, of people, v.l. for εἰσαγώγιμος, E.Fr.360.10.
II for drawing off water, αἱ ἐ. τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.

Spanish (DGE)

-ον
I 1exportable fig. τὸ καθ' ἑαυτὸν ἐξαγώγιμον ὑμῖν ... ἐποίησε Lycurg.26, cf. Lib.Decl.18.12, 20.34
subst. τὰ ἐξαγώγιμα las exportaciones op. τὰ εἰσαγώγιμα Arist.Oec.1345b21, Theo Prog.125.8.
2 que se puede divulgar Sud.s.u. ἀπόρρητα.
II que saca, que desagua, que drena c. gen. obj. αἱ ... ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44.

German (Pape)

[Seite 862] 1) ausführend, ableitend, αἱ ἐξ. τῶν ὑδάτων τάφροι D. Hal. 4, 44. – 2) auszuführen, Lycurg. 26; bes. von Waaren, die ausgeführt werden, Arist. Oec. 2, 1 u. A.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰγώγιμος: подлежащий вывозу, вывозной (sc. χρήματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγώγῐμος: -ον, ὁ ἐξαγόμενος, ὃν δύναταί τις νὰ ἐξαγάγῃ εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Λυκοῦργ. 151. 18· τὰ ἐξαγώγιμα, τὰ ἐξαγόμενα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 3. 2) ἀνήσυχος, ἄστατος, ἐπὶ λαοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 10. ΙΙ. ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐξαγωγὴν πράγματός τινος, αἱ ἐξαγώγιμοι τῶν ὑδάτων τάφροι Διον. Ἁλ. 4. 44.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐξαγώγιμος, -ον) εξαγωγή
(για εμπορεύματα) ο κατάλληλος για εξαγωγή
αρχ.
1. (για λαό) αυτός που μεταναστεύει συχνά
2. ο χρήσιμος για εξαγωγή («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.)
3. (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαγώγιμα
τα εξαγόμενα προϊόντα.