νικάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nikator
|Transliteration C=nikator
|Beta Code=nika/twr
|Beta Code=nika/twr
|Definition=[ᾱ], ορος, ὁ, Dor. for <b class="b3">νικήτωρ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">conqueror</b>, cult-name of Seleucus I and Demetrius, kings of Syria, <span class="title">OGI</span>233, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arist.</span>6</span> (pl.), etc.; Σέλευκος Ζεὺς Νικάτωρ <span class="title">OGI</span>245.11. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in pl. <b class="b3">ν., οἱ,</b> <b class="b2">the evervictorious</b>, epith. of the royal Macedonian bodyguard, Liv.43.19.</span>
|Definition=[ᾱ], ορος, ὁ, Dor. for [[νικήτωρ]],<br><span class="bld">A</span> [[conqueror]], cult-name of Seleucus I and Demetrius, kings of Syria, ''OGI''233, Plu.''Arist.''6 (pl.), etc.; Σέλευκος Ζεὺς Νικάτωρ ''OGI''245.11.<br><span class="bld">II</span> in plural <b class="b3">ν., οἱ,</b> [[the evervictorious]], [[epithet]] of the royal Macedonian bodyguard, Liv.43.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0255.png Seite 255]] ορος, ὁ, dasselbe, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0255.png Seite 255]] ορος, ὁ, dasselbe, VLL.
}}
{{ls
|lstext='''νῑκάτωρ''': -ορος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ νικήτωρ, [[νικητής]], Πλουτάρχ. Ἀριστείδ. 6˙ ἐπώνυμον Σελεύκου τοῦ Α΄, βασιλέως τῆς Συρίας, Δέξιππ. ἐν Clinton F. H. 2. σ. 235˙ οἱ στρατιῶται τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς ἐκαλοῦντο νικάτορες, Λιβάν. 43. 19˙ - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «[[νικατῆρες]]˙ οἱ ἀκμαιότατοι ἐν ταῖς τάξεσιν».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />« conquérant », <i>surnom de Séleucos I et de Démétrios, rois de Syrie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[νικάω]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />« conquérant », <i>surnom de Séleucos I et de Démétrios, rois de Syrie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[νικάω]].
}}
{{ls
|lstext='''νῑκάτωρ''': -ορος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ νικήτωρ, [[νικητής]], Πλουτάρχ. Ἀριστείδ. 6· ἐπώνυμον Σελεύκου τοῦ Α΄, βασιλέως τῆς Συρίας, Δέξιππ. ἐν Clinton F. H. 2. σ. 235· οἱ στρατιῶται τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς ἐκαλοῦντο νικάτορες, Λιβάν. 43. 19· - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «[[νικατῆρες]]· οἱ ἀκμαιότατοι ἐν ταῖς τάξεσιν».
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νῑκάτωρ:''' -ορος, ὁ, Δωρ. αντί [[νικήτωρ]], [[νικητής]], [[κατακτητής]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''νῑκάτωρ:''' -ορος, ὁ, Δωρ. αντί [[νικήτωρ]], [[νικητής]], [[κατακτητής]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νῑκάτωρ, ορος, ὁ, [doric for [[νικήτωρ]]<br />a [[conqueror]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῑκάτωρ Medium diacritics: νικάτωρ Low diacritics: νικάτωρ Capitals: ΝΙΚΑΤΩΡ
Transliteration A: nikátōr Transliteration B: nikatōr Transliteration C: nikator Beta Code: nika/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, Dor. for νικήτωρ,
A conqueror, cult-name of Seleucus I and Demetrius, kings of Syria, OGI233, Plu.Arist.6 (pl.), etc.; Σέλευκος Ζεὺς Νικάτωρ OGI245.11.
II in plural ν., οἱ, the evervictorious, epithet of the royal Macedonian bodyguard, Liv.43.19.

German (Pape)

[Seite 255] ορος, ὁ, dasselbe, VLL.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
« conquérant », surnom de Séleucos I et de Démétrios, rois de Syrie.
Étymologie: νικάω.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκάτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ νικήτωρ, νικητής, Πλουτάρχ. Ἀριστείδ. 6· ἐπώνυμον Σελεύκου τοῦ Α΄, βασιλέως τῆς Συρίας, Δέξιππ. ἐν Clinton F. H. 2. σ. 235· οἱ στρατιῶται τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς ἐκαλοῦντο νικάτορες, Λιβάν. 43. 19· - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νικατῆρες· οἱ ἀκμαιότατοι ἐν ταῖς τάξεσιν».

Greek Monolingual

νικάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
βλ. νικήτωρ.

Greek Monotonic

νῑκάτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. αντί νικήτωρ, νικητής, κατακτητής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

νῑκάτωρ, ορος, ὁ, [doric for νικήτωρ
a conqueror, Plut.