δίφορος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diforos | |Transliteration C=diforos | ||
|Beta Code=di/foros | |Beta Code=di/foros | ||
|Definition= | |Definition=δίφορον,<br><span class="bld">A</span> [[bearing fruit twice in the year]], Ar. ''Ec.''708, Pherecr.97, Antiph.198, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.14.1.<br><span class="bld">2</span> [[bearing two kinds of fruit]], Ph.2.369.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[paying twice over]], of Ephorus, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[bífero]], [[que produce fruto dos veces al año]] συκῆ Ar.<i>Ec</i>.708, Antiph.196, cf. Pherecr.103, Thphr.<i>HP</i> 1.14.1, <i>CP</i> 5.1.6, μῆλα <i>PCair.Zen</i>.33.13 (III a.C.), τὸν ἀμπελῶνα μὴ κατασπείρειν δίφορον Ph.2.369.<br /><b class="num">2</b> [[que paga dos veces]] juego de palabras sobre el n. de Ἔφορος Plu.2.839a, Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0645.png Seite 645]] zweimal Frucht bringend; [[συκῆ]] Ar. Eccl. 708; Antiphan. Ath . III, 77 d; Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0645.png Seite 645]] zweimal Frucht bringend; [[συκῆ]] Ar. Eccl. 708; Antiphan. Ath . III, 77 d; Theophr. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίφορος:''' [[дважды в год приносящий плоды]] ([[συκῆ]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίφορος''': -ον, καρποφορῶν δὶς τοῦ ἔτους, Λατ. biferus, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 708, Φερεκρ. Κραπ. 11, Ἀντιφ. Σκληρ. 1, πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 541. | |lstext='''δίφορος''': -ον, καρποφορῶν δὶς τοῦ ἔτους, Λατ. biferus, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 708, Φερεκρ. Κραπ. 11, Ἀντιφ. Σκληρ. 1, πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 541. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίφορος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο, [[δίκαρπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) αυτός που προέρχεται από τη δεύτερη [[καρποφορία]] του δέντρου<br /><b>2.</b> (για τους μεταξοσκώληκες) [[εκείνος]] που αναπαράγεται δύο φορές τον χρόνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει δύο ειδών καρπούς<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που καταβάλλει δύο φορές [[μισθό]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίφορος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο, [[δίκαρπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) αυτός που προέρχεται από τη δεύτερη [[καρποφορία]] του δέντρου<br /><b>2.</b> (για τους μεταξοσκώληκες) [[εκείνος]] που αναπαράγεται δύο φορές τον χρόνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει δύο ειδών καρπούς<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που καταβάλλει δύο φορές [[μισθό]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
δίφορον,
A bearing fruit twice in the year, Ar. Ec.708, Pherecr.97, Antiph.198, Thphr. HP 1.14.1.
2 bearing two kinds of fruit, Ph.2.369.
II metaph., paying twice over, of Ephorus, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 bífero, que produce fruto dos veces al año συκῆ Ar.Ec.708, Antiph.196, cf. Pherecr.103, Thphr.HP 1.14.1, CP 5.1.6, μῆλα PCair.Zen.33.13 (III a.C.), τὸν ἀμπελῶνα μὴ κατασπείρειν δίφορον Ph.2.369.
2 que paga dos veces juego de palabras sobre el n. de Ἔφορος Plu.2.839a, Hsch.
German (Pape)
[Seite 645] zweimal Frucht bringend; συκῆ Ar. Eccl. 708; Antiphan. Ath . III, 77 d; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
δίφορος: дважды в год приносящий плоды (συκῆ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
δίφορος: -ον, καρποφορῶν δὶς τοῦ ἔτους, Λατ. biferus, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 708, Φερεκρ. Κραπ. 11, Ἀντιφ. Σκληρ. 1, πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 541.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίφορος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο, δίκαρπος
νεοελλ.
1. (για καρπούς) αυτός που προέρχεται από τη δεύτερη καρποφορία του δέντρου
2. (για τους μεταξοσκώληκες) εκείνος που αναπαράγεται δύο φορές τον χρόνο
αρχ.
1. όποιος έχει δύο ειδών καρπούς
2. εκείνος που καταβάλλει δύο φορές μισθό.