τρόφιον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trofion | |Transliteration C=trofion | ||
|Beta Code=tro/fion | |Beta Code=tro/fion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[aliment]], [[maintenance]], Sammelb. 5349 (ii A. D.).<br><span class="bld">2</span> [[diet]], Sor. ap. Gal.12.415: as adjective, <b class="b3">ἐδάφη τ.</b> [[pastures]] for the Hathor-cow, prob. in ''BGU''1216.113 (ii B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[circular pad]] to prevent sores, Gal.18(2).457. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[τροφή]]<br /><b>1.</b> θρεπτική [[ουσία]], [[τροφή]]<br /><b>2.</b> [[τρόπος]] διατροφής, [[δίαιτα]]<br /><b>3.</b> κυκλική προστατευτική [[επικάλυψη]] που εμποδίζει την [[πτώση]] λίθων<br /><b>4.</b> (με σημ. επιθέτου στη φρ.) «ἐδάφη τρόφια» — τα βοσκοτόπια <b>πάπ.</b>. | |mltxt=τὸ, Α [[τροφή]]<br /><b>1.</b> θρεπτική [[ουσία]], [[τροφή]]<br /><b>2.</b> [[τρόπος]] διατροφής, [[δίαιτα]]<br /><b>3.</b> κυκλική προστατευτική [[επικάλυψη]] που εμποδίζει την [[πτώση]] λίθων<br /><b>4.</b> (με σημ. επιθέτου στη φρ.) «ἐδάφη τρόφια» — τα βοσκοτόπια <b>πάπ.</b>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A aliment, maintenance, Sammelb. 5349 (ii A. D.).
2 diet, Sor. ap. Gal.12.415: as adjective, ἐδάφη τ. pastures for the Hathor-cow, prob. in BGU1216.113 (ii B. C.).
II circular pad to prevent sores, Gal.18(2).457.
Greek Monolingual
τὸ, Α τροφή
1. θρεπτική ουσία, τροφή
2. τρόπος διατροφής, δίαιτα
3. κυκλική προστατευτική επικάλυψη που εμποδίζει την πτώση λίθων
4. (με σημ. επιθέτου στη φρ.) «ἐδάφη τρόφια» — τα βοσκοτόπια πάπ..