κρηνοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κρηνοφύλαξ
|Full diacritics=κρηνοφῠ́λᾰξ
|Medium diacritics=κρηνοφύλαξ
|Medium diacritics=κρηνοφύλαξ
|Low diacritics=κρηνοφύλαξ
|Low diacritics=κρηνοφύλαξ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krinofylaks
|Transliteration C=krinofylaks
|Beta Code=krhnofu/lac
|Beta Code=krhnofu/lac
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[warden of the springs]], IG11(2).159<span class="title">A</span>61, 161 <span class="title">A</span>85 (Delos, iii B. C.); at Athens, [[official in charge of the]] <b class="b3">κλεψύδρα</b>, <span class="bibl">Poll.8.113</span>, Phot. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> bronze lion [[which stood over the spring that supplied the]] <b class="b3">κλεψύδρα</b>, Poll.l.c., Phot.</span>
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[warden of the springs]], IG11(2).159''A''61, 161 ''A''85 (Delos, iii B. C.); at Athens, [[official]] in charge of the [[κλεψύδρα]], Poll.8.113, Phot.<br><span class="bld">2</span> bronze lion [[which stood over the spring that supplied the]] [[κλεψύδρα]], Poll.l.c., Phot.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρηνοφύλαξ''': ῠ, -ᾰκος, ὁ, καὶ ἡ, ἐν Ἀθήναις [[δημόσιος]] ἐπιμελητὴς ἔχων τὴν ἐπιστασίαν τῆς κλεψύδρας, [[Πολυδ]]. Ηʹ, 112, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ.· κρηνοφυλάκιον, τό, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ κρηνο-[[φύλακος]], [[Πολυδ]]. αὐτοθ. ‒ Τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο δίδοται [[ὡσαύτως]] καὶ εἰς τὸν λέοντα, [[ὅστις]] ἵστατο [[ὑπεράνω]] τῆς πηγῆς ἐξ ἧς ἐλάμβανε τὸ [[ὕδωρ]] ἡ [[κλεψύδρα]], [[αὐτόθι]].
|lstext='''κρηνοφύλαξ''': ῠ, -ᾰκος, ὁ, καὶ ἡ, ἐν Ἀθήναις [[δημόσιος]] ἐπιμελητὴς ἔχων τὴν ἐπιστασίαν τῆς κλεψύδρας, Πολυδ. Ηʹ, 112, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ.· κρηνοφυλάκιον, τό, τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ κρηνο-[[φύλακος]], Πολυδ. αὐτοθ. ‒ Τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο δίδοται [[ὡσαύτως]] καὶ εἰς τὸν λέοντα, [[ὅστις]] ἵστατο [[ὑπεράνω]] τῆς πηγῆς ἐξ ἧς ἐλάμβανε τὸ [[ὕδωρ]] ἡ [[κλεψύδρα]], [[αὐτόθι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρηνοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[φύλακας]] τών κρηνών<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[δημόσιος]] [[επιμελητής]] που είχε την [[επιστασία]] της κλεψύδρας<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο [[πάνω]] από [[πηγή]] που τροφοδοτούσε την [[κλεψύδρα]].
|mltxt=[[κρηνοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[φύλακας]] τών κρηνών<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[δημόσιος]] [[επιμελητής]] που είχε την [[επιστασία]] της κλεψύδρας<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο [[πάνω]] από [[πηγή]] που τροφοδοτούσε την [[κλεψύδρα]].
}}
{{pape
|ptext=ακος, ὁ, <i>der [[Wächter]], [[Aufseher]] über die [[Quellen]] und [[Brunnen]]</i>, in [[Athen]] ein [[Staatsamt]], Poll. 8.113.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρηνοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: κρηνοφύλαξ Low diacritics: κρηνοφύλαξ Capitals: ΚΡΗΝΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: krēnophýlax Transliteration B: krēnophylax Transliteration C: krinofylaks Beta Code: krhnofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A warden of the springs, IG11(2).159A61, 161 A85 (Delos, iii B. C.); at Athens, official in charge of the κλεψύδρα, Poll.8.113, Phot.
2 bronze lion which stood over the spring that supplied the κλεψύδρα, Poll.l.c., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

κρηνοφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, καὶ ἡ, ἐν Ἀθήναις δημόσιος ἐπιμελητὴς ἔχων τὴν ἐπιστασίαν τῆς κλεψύδρας, Πολυδ. Ηʹ, 112, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ.· κρηνοφυλάκιον, τό, τὸ ἀξίωμα τοῦ κρηνο-φύλακος, Πολυδ. αὐτοθ. ‒ Τὸ ὄνομα τοῦτο δίδοται ὡσαύτως καὶ εἰς τὸν λέοντα, ὅστις ἵστατο ὑπεράνω τῆς πηγῆς ἐξ ἧς ἐλάμβανε τὸ ὕδωρκλεψύδρα, αὐτόθι.

Greek Monolingual

κρηνοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. ο φύλακας τών κρηνών
2. (στην Αθήνα) δημόσιος επιμελητής που είχε την επιστασία της κλεψύδρας
3. ονομασία του ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο πάνω από πηγή που τροφοδοτούσε την κλεψύδρα.

German (Pape)

ακος, ὁ, der Wächter, Aufseher über die Quellen und Brunnen, in Athen ein Staatsamt, Poll. 8.113.