εὐγάλακτος: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evgalaktos
|Transliteration C=evgalaktos
|Beta Code=eu)ga/laktos
|Beta Code=eu)ga/laktos
|Definition=[<b class="b3">γᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">yielding much</b> or <b class="b2">good milk</b>, αἴξ <span class="bibl">Alciphr.3.21</span>; τροφός Orib.<span class="title">Eup.</span>1.1 (Sup.); νομή Gal.19.121: heterocl. nom. pl. <b class="b3">εὐγάλακτες</b>, = [[εὔτροφοι]], Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">εὐγάλακτον, τό</b>, a plant, = [[γλαύξ]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>27.82</span>.</span>
|Definition=[γᾰ], ον<br><span class="bld">A</span> [[yielding much]] or [[good milk]], αἴξ Alciphr.3.21; τροφός Orib.''Eup.''1.1 (Sup.); νομή Gal.19.121: heterocl. nom. pl. [[εὐγάλακτες]], = [[εὔτροφοι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[εὐγάλακτον]], τό, a plant, = [[γλαύξ]], Plin.''HN''27.82.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1059.png Seite 1059]] wohlgesäugt, wohlgenährt, αἴξ, Alciphr. 3, 21; den plur. εὐγάλακτες (wie von εὐγάλαξ) hat Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''εὐγάλακτος''': -ον, ἐπὶ αἰγός, παρέχουσα καλὸν [[γάλα]], Ἀλκίφρων 3. 21. - Παρ’ Ἡσύχ. ἑτεροκλίτως, «εὐγάλακτες· εὔτροφοι».
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐγάλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που παράγει άφθονο και καλής ποιότητας [[γάλα]] (α. «[[εὐγάλακτος]] αἴξ» β. [[εὐγάλακτος]] [[τροφός]]»)<br /><b>2.</b> (για [[ζωοτροφή]]) [[κατάλληλος]] για την [[παραγωγή]] γάλακτος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[εὐγάλακτον]]<br />[[ονομασία]] του φυτού [[γλαύξ]].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγάλακτος Medium diacritics: εὐγάλακτος Low diacritics: ευγάλακτος Capitals: ΕΥΓΑΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eugálaktos Transliteration B: eugalaktos Transliteration C: evgalaktos Beta Code: eu)ga/laktos

English (LSJ)

[γᾰ], ον
A yielding much or good milk, αἴξ Alciphr.3.21; τροφός Orib.Eup.1.1 (Sup.); νομή Gal.19.121: heterocl. nom. pl. εὐγάλακτες, = εὔτροφοι, Hsch.
II εὐγάλακτον, τό, a plant, = γλαύξ, Plin.HN27.82.

German (Pape)

[Seite 1059] wohlgesäugt, wohlgenährt, αἴξ, Alciphr. 3, 21; den plur. εὐγάλακτες (wie von εὐγάλαξ) hat Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγάλακτος: -ον, ἐπὶ αἰγός, παρέχουσα καλὸν γάλα, Ἀλκίφρων 3. 21. - Παρ’ Ἡσύχ. ἑτεροκλίτως, «εὐγάλακτες· εὔτροφοι».

Greek Monolingual

εὐγάλακτος, -ον (Α)
1. αυτή που παράγει άφθονο και καλής ποιότητας γάλα (α. «εὐγάλακτος αἴξ» β. εὐγάλακτος τροφός»)
2. (για ζωοτροφή) κατάλληλος για την παραγωγή γάλακτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐγάλακτον
ονομασία του φυτού γλαύξ.