σηπτός: Difference between revisions
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=siptos | |Transliteration C=siptos | ||
|Beta Code=shpto/s | |Beta Code=shpto/s | ||
|Definition= | |Definition=σηπτή, σηπτόν,<br><span class="bld">A</span> [[converted into excrement]], of food, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν Arist.''GA''762a15; cf. [[σῆψις]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">II</span> Act., = [[σηπτικός]], δυνάμεις, i.e. medicines, Dsc.2.62 (δ. expressed in 3.9); φάρμακον Meges ap.Orib.44.24.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] adj. verb. von [[σήπω]], 1) verfault. – 2) akt. = [[σηπτικός]], Sp., s. [[σηπτή]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] adj. verb. von [[σήπω]], 1) verfault. – 2) akt. = [[σηπτικός]], Sp., s. [[σηπτή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σηπτός:''' [adj. verb. к [[σήπω]] гнилостный, гнойный (τὸ [[περίττωμα]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σήπομαι]]<br /><b>1.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που αλλοιώνεται με τη [[σήψη]], αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν [[περίττωμα]] τοῦ πεφθέντος ἐστίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σηπτικός]] («σηπτὸν [[φάρμακον]]» — σηπτικόν [[φάρμακον]]). | |mltxt=-ή, -όν, Α [[σήπομαι]]<br /><b>1.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που αλλοιώνεται με τη [[σήψη]], αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν [[περίττωμα]] τοῦ πεφθέντος ἐστίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σηπτικός]] («σηπτὸν [[φάρμακον]]» — σηπτικόν [[φάρμακον]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
σηπτή, σηπτόν,
A converted into excrement, of food, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν Arist.GA762a15; cf. σῆψις ΙΙ.
II Act., = σηπτικός, δυνάμεις, i.e. medicines, Dsc.2.62 (δ. expressed in 3.9); φάρμακον Meges ap.Orib.44.24.10.
German (Pape)
[Seite 875] adj. verb. von σήπω, 1) verfault. – 2) akt. = σηπτικός, Sp., s. σηπτή.
Russian (Dvoretsky)
σηπτός: [adj. verb. к σήπω гнилостный, гнойный (τὸ περίττωμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σηπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σήπω· ἐπὶ τροφῆς, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστὶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 15· πρβλ. σῆψις ΙΙ. ΙΙ. ἐνεργ. = σηπτικός, Διοσκ. 2. 67, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σήπομαι
1. (για τροφή) αυτός που αλλοιώνεται με τη σήψη, αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν», Αριστοτ.)
2. σηπτικός («σηπτὸν φάρμακον» — σηπτικόν φάρμακον).