διαρρώξ: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diarroks | |Transliteration C=diarroks | ||
|Beta Code=diarrw/c | |Beta Code=diarrw/c | ||
|Definition=ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι) < | |Definition=ῶγος, ὁ, ἡ, ([[διαρρήγνυμι]])<br><span class="bld">A</span> [[rent asunder]], <b class="b3">δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός</b> a broken cliff [[rent asunder]] by the waves, E.''IT''262; πέτραι Opp.''H.''3.212.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[rent]], of the Straits of Messina, ib. 5.216. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι)
A rent asunder, δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός a broken cliff rent asunder by the waves, E.IT262; πέτραι Opp.H.3.212.
II as substantive, rent, of the Straits of Messina, ib. 5.216.
Spanish (DGE)
-ῶγος
1 excavado διαρρὼξ ... κυμάτων ... σάλῳ ... ἀγμός E.IT 262, πέτραι Opp.H.3.212.
2 subst. ἡ δ. separación, hendidura πορθμοῖο δ. la corriente del estrecho Opp.H.5.216.
French (Bailly abrégé)
ῶγος (ὁ, ἡ)
déchiré ; escarpé.
Étymologie: διαρρήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd.
Russian (Dvoretsky)
διαρρώξ: ῶγος adj. разорванный или размытый (δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
διαρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι) διερρηγμένος, διεσχισμένος, διασχισθείς, δ. κυμάτων… σάλῳ…ἀγμός, βράχος τεθραυσμένος διασχισθεὶς ὑπὸ τῶν κυμάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 262. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τεμάχιον ἀποκοπέν, ἀπορρὼξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 216.
Greek Monolingual
διαρρώξ (-ῶγος), ο, η (Α)
1. (για βράχο) σχισμένος, σπασμένος από τα κύματα
2. ως ουσ. κομμάτι βράχου.
Greek Monotonic
διαρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ (διαρρήγνυμι), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.
Middle Liddell
n διαρρήγνυμι
rent asunder, Eur.