Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαρρώξ: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diarroks
|Transliteration C=diarroks
|Beta Code=diarrw/c
|Beta Code=diarrw/c
|Definition=ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rent asunder]], <b class="b3">δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός</b> a broken cliff [[rent asunder]] by the waves, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>262</span>; πέτραι <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.212</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[rent]], of the Straits of Messina, ib. <span class="bibl">5.216</span>.</span>
|Definition=ῶγος, ὁ, ἡ, ([[διαρρήγνυμι]])<br><span class="bld">A</span> [[rent asunder]], <b class="b3">δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός</b> a broken cliff [[rent asunder]] by the waves, E.''IT''262; πέτραι Opp.''H.''3.212.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[rent]], of the Straits of Messina, ib. 5.216.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''διαρρώξ''': -ῶγος, ὁ, ἡ, ([[διαρρήγνυμι]]) διερρηγμένος, διεσχισμένος, διασχισθείς, δ. κυμάτων… σάλῳ…[[ἀγμός]], [[βράχος]] τεθραυσμένος διασχισθεὶς ὑπὸ τῶν κυμάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 262. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[τεμάχιον]] ἀποκοπέν, ἀπορρὼξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 216.
|dgtxt=-ῶγος<br /><b class="num">1</b> [[excavado]] διαρρὼξ ... κυμάτων ... σάλῳ ... [[ἀγμός]] E.<i>IT</i> 262, πέτραι Opp.<i>H</i>.3.212.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ δ. [[separación]], [[hendidura]] πορθμοῖο δ. la corriente del estrecho</i> Opp.<i>H</i>.5.216.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶγος (ὁ, ἡ)<br />déchiré ; escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[διαρρήγνυμι]].
|btext=ῶγος (ὁ, ἡ)<br />déchiré ; escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[διαρρήγνυμι]].
}}
}}
{{DGE
{{elnl
|dgtxt=-ῶγος<br /><b class="num">1</b> [[excavado]] διαρρὼξ ... κυμάτων ... σάλῳ ... [[ἀγμός]] E.<i>IT</i> 262, πέτραι Opp.<i>H</i>.3.212.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ δ. [[separación]], [[hendidura]] πορθμοῖο δ. la corriente del estrecho</i> Opp.<i>H</i>.5.216.
|elnltext=διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρρώξ:''' ῶγος adj. разорванный или размытый (δ. κυμάτων σάλῳ [[ἀγμός]] Eur.).
}}
{{ls
|lstext='''διαρρώξ''': -ῶγος, ὁ, , ([[διαρρήγνυμι]]) διερρηγμένος, διεσχισμένος, διασχισθείς, δ. κυμάτων… σάλῳ…[[ἀγμός]], [[βράχος]] τεθραυσμένος διασχισθεὶς ὑπὸ τῶν κυμάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 262. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[τεμάχιον]] ἀποκοπέν, ἀπορρὼξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 216.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[διαρρήγνυμι]]), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''διαρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[διαρρήγνυμι]]), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρρώξ:''' ῶγος adj. разорванный или размытый (δ. κυμάτων σάλῳ [[ἀγμός]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρώξ Medium diacritics: διαρρώξ Low diacritics: διαρρώξ Capitals: ΔΙΑΡΡΩΞ
Transliteration A: diarrṓx Transliteration B: diarrōx Transliteration C: diarroks Beta Code: diarrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι)
A rent asunder, δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός a broken cliff rent asunder by the waves, E.IT262; πέτραι Opp.H.3.212.
II as substantive, rent, of the Straits of Messina, ib. 5.216.

Spanish (DGE)

-ῶγος
1 excavado διαρρὼξ ... κυμάτων ... σάλῳ ... ἀγμός E.IT 262, πέτραι Opp.H.3.212.
2 subst. ἡ δ. separación, hendidura πορθμοῖο δ. la corriente del estrecho Opp.H.5.216.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ, ἡ)
déchiré ; escarpé.
Étymologie: διαρρήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd.

Russian (Dvoretsky)

διαρρώξ: ῶγος adj. разорванный или размытый (δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διαρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι) διερρηγμένος, διεσχισμένος, διασχισθείς, δ. κυμάτων… σάλῳ…ἀγμός, βράχος τεθραυσμένος διασχισθεὶς ὑπὸ τῶν κυμάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 262. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τεμάχιον ἀποκοπέν, ἀπορρὼξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 216.

Greek Monolingual

διαρρώξ (-ῶγος), ο, η (Α)
1. (για βράχο) σχισμένος, σπασμένος από τα κύματα
2. ως ουσ. κομμάτι βράχου.

Greek Monotonic

διαρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ (διαρρήγνυμι), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

n διαρρήγνυμι
rent asunder, Eur.

English (Woodhouse)

broken, rent, split in two

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)