χωριστέον: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choristeon | |Transliteration C=choristeon | ||
|Beta Code=xwriste/on | |Beta Code=xwriste/on | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[one must separate]], τι ἀπό τινος [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 303d; also τι τινός, τῆς ὀχείας τοὺς κριούς ''Gp.''18.3.1, cf. Iamb.''Protr.''21. [[κγ]].<br><span class="bld">2</span> [[χωριστέος]], χωριστέα, χωριστέον, to [[be separated]], A.D.''Pron.'' 52.23. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωριστέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[χωρίζω]], δεῖ χωρίζειν, πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτικ. 303C. 2) χωριστέος, α, ον, ὃν δεῖ χωρίζειν, ὃν πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἀντωνυμ. 326C. | |lstext='''χωριστέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[χωρίζω]], δεῖ χωρίζειν, πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτικ. 303C. 2) χωριστέος, α, ον, ὃν δεῖ χωρίζειν, ὃν πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἀντωνυμ. 326C. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χωριστέον:''' ρημ. επίθ. του [[χωρίζω]], αυτό που πρέπει να διαχωριστεί τί ἀπό τινος, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
A one must separate, τι ἀπό τινος Pl.Plt. 303d; also τι τινός, τῆς ὀχείας τοὺς κριούς Gp.18.3.1, cf. Iamb.Protr.21. κγ.
2 χωριστέος, χωριστέα, χωριστέον, to be separated, A.D.Pron. 52.23.
Greek (Liddell-Scott)
χωριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χωρίζω, δεῖ χωρίζειν, πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτικ. 303C. 2) χωριστέος, α, ον, ὃν δεῖ χωρίζειν, ὃν πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 326C.
Greek Monotonic
χωριστέον: ρημ. επίθ. του χωρίζω, αυτό που πρέπει να διαχωριστεί τί ἀπό τινος, σε Πλάτ.