προσήνεια: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosineia
|Transliteration C=prosineia
|Beta Code=prosh/neia
|Beta Code=prosh/neia
|Definition=ἡ, [[mildness]], [[softness]], <b class="b3">προσηνείης εἵνεκεν</b> for the sake [[of ease]] or [[comfort]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>21</span>; <b class="b3">μετὰ προσηνείας</b> cj. in Herod.Med. ap. <span class="bibl">Orib.10.18.5</span>; [[quietude]], Sm.<span class="title">Ec.</span>9.17; of language, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.194</span>.
|Definition=ἡ, [[mildness]], [[softness]], <b class="b3">προσηνείης εἵνεκεν</b> for the sake [[of ease]] or [[comfort]], Hp.''Acut.''21; <b class="b3">μετὰ προσηνείας</b> cj. in Herod.Med. ap. Orib.10.18.5; [[quietude]], Sm.''Ec.''9.17; of language, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων S.E.''M.''1.194.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσήνεια -ας, ἡ [προσηνής] behaaglijkheid:. προσηνείης εἵνεκεν voor comfort Hp. Acut. 21.
|elnltext=προσήνεια -ας, ἡ [προσηνής] behaaglijkheid:. προσηνείης εἵνεκεν voor comfort Hp. Acut. 21.
}}
}}

Revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσήνεια Medium diacritics: προσήνεια Low diacritics: προσήνεια Capitals: ΠΡΟΣΗΝΕΙΑ
Transliteration A: prosḗneia Transliteration B: prosēneia Transliteration C: prosineia Beta Code: prosh/neia

English (LSJ)

ἡ, mildness, softness, προσηνείης εἵνεκεν for the sake of ease or comfort, Hp.Acut.21; μετὰ προσηνείας cj. in Herod.Med. ap. Orib.10.18.5; quietude, Sm.Ec.9.17; of language, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων S.E.M.1.194.

German (Pape)

[Seite 765] ἡ, Milde, Sanftheit, Freundlichkeit, Sp., S. Emp. adv. gramm. 194.

Russian (Dvoretsky)

προσήνεια:приятность, легкость (τῶν δηλουμενων Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

προσήνεια: ἡ, πραότης, ἀγαθοφροσύνη, ἠπιότης, προσηνείης εἵνεκεν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ἐπὶ γλώσσης ἢ τρόπου τοῦ λέγειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 194.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α προσηνής
ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
ηπιότητα, ησυχία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσήνεια -ας, ἡ [προσηνής] behaaglijkheid:. προσηνείης εἵνεκεν voor comfort Hp. Acut. 21.