πιθήκιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
m (Text replacement - "Dim. of <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "Dim. of $1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pithikion
|Transliteration C=pithikion
|Beta Code=piqh/kion
|Beta Code=piqh/kion
|Definition=τό, Dim. of [[πίθηκος]], Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pithecium</b> Plaut.<span class="title">Mil.</span>989. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> weight hung between two ships coupled for carrying engines of war, <span class="bibl">Ath.Mech.32.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[ἀντίρρινον]], Ps.-Apul.<span class="title">Herb.</span>86.</span>
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[πίθηκος]], Lat.<br><span class="bld">A</span> [[pithecium]] Plaut.''Mil.''989.<br><span class="bld">II</span> weight hung between two ships coupled for carrying engines of war, Ath.Mech.32.11.<br><span class="bld">III</span> = [[ἀντίρρινον]], Ps.-Apul.''Herb.''86.
}}
{{ls
|lstext='''πιθήκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πίθηκος]], pithecium παρὰ τῷ Πλαύτῳ. ΙΙ. [[εἶδος]] μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 9.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πίθηκος]]<br />(υποκορ. του [[πίθηκος]]) [[μικρός]] [[πίθηκος]], πιθηκάκι, [[μαϊμουδίτσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πλατύρρινων νυκτόβιων πιθήκων της Νότιας Αμερικής με μικρό, συμμαζεμένο [[σώμα]] και θυσανωτή [[ουρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάθρο]] που στηριζόταν σε δύο πλοία και [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν βαριές πολεμικές μηχανές για [[μεταφορά]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] αντίρρινον.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθήκιον Medium diacritics: πιθήκιον Low diacritics: πιθήκιον Capitals: ΠΙΘΗΚΙΟΝ
Transliteration A: pithḗkion Transliteration B: pithēkion Transliteration C: pithikion Beta Code: piqh/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of πίθηκος, Lat.
A pithecium Plaut.Mil.989.
II weight hung between two ships coupled for carrying engines of war, Ath.Mech.32.11.
III = ἀντίρρινον, Ps.-Apul.Herb.86.

Greek (Liddell-Scott)

πιθήκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πίθηκος, pithecium παρὰ τῷ Πλαύτῳ. ΙΙ. εἶδος μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 9.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πίθηκος
(υποκορ. του πίθηκος) μικρός πίθηκος, πιθηκάκι, μαϊμουδίτσα
νεοελλ.
ζωολ. γένος πλατύρρινων νυκτόβιων πιθήκων της Νότιας Αμερικής με μικρό, συμμαζεμένο σώμα και θυσανωτή ουρά
αρχ.
1. βάθρο που στηριζόταν σε δύο πλοία και πάνω στο οποίο τοποθετούσαν βαριές πολεμικές μηχανές για μεταφορά
2. το φυτό αντίρρινον.