λοπάω: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lopao | |Transliteration C=lopao | ||
|Beta Code=lopa/w | |Beta Code=lopa/w | ||
|Definition=(λοπός) < | |Definition=([[λοπός]])<br><span class="bld">A</span> [[let the bark peel off]], of trees which lose their bark on the return of the sap in spring, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.5.1, 5.1.1, etc.<br><span class="bld">II</span> of [[fig tree]]s, [[rot at the root]], Id.''CP''5.9.9. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοπάω''': ([[λοπός]]), [[ἀποβάλλω]] τὸν φλοιόν, λεπίζομαι, ξεφλουδίζομαι, ἐπὶ δένδρων ὧν ὁ φλοιὸς γίνεται εὐπεριέραιτος κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ χυμοῦ κατὰ τὸ ἔαρ, Λατ. corticem remittere, vertere, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1., 5. 1, 1, κτλ. ΙΙ. «τῇ δὲ συκῇ καὶ νόσημά τι συμβαίνει περὶ τὰς ῥίζας καὶ μικρὸν [[ἐπάνω]], ὃ καλοῦσι λοπᾶν· τοῦτο δὲ [[οἷον]] μύδησίς τίς ἐστι τῶν ῥιζῶν διὰ τὴν πολυϋδρίαν», ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 9. | |lstext='''λοπάω''': ([[λοπός]]), [[ἀποβάλλω]] τὸν φλοιόν, λεπίζομαι, ξεφλουδίζομαι, ἐπὶ δένδρων ὧν ὁ φλοιὸς γίνεται εὐπεριέραιτος κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ χυμοῦ κατὰ τὸ ἔαρ, Λατ. corticem remittere, vertere, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1., 5. 1, 1, κτλ. ΙΙ. «τῇ δὲ συκῇ καὶ νόσημά τι συμβαίνει περὶ τὰς ῥίζας καὶ μικρὸν [[ἐπάνω]], ὃ καλοῦσι λοπᾶν· τοῦτο δὲ [[οἷον]] μύδησίς τίς ἐστι τῶν ῥιζῶν διὰ τὴν πολυϋδρίαν», ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 9. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[λοπός]]), <i>die [[Rinde]], [[Schale]] [[loslassen]]</i>, von den Bäumen, [[welche]] sich im Frühjahre bei dem [[Wiedereintreten]] des Saftes [[schälen]] [[lassen]], Theophr., bei dem es aber auch eine [[Krankheit]] der [[Bäume]], bes. des Ölbaumes und des Feigenbaumes ist, durch ein Faulen der [[Wurzeln]] veranlaßt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
(λοπός)
A let the bark peel off, of trees which lose their bark on the return of the sap in spring, Thphr. HP 3.5.1, 5.1.1, etc.
II of fig trees, rot at the root, Id.CP5.9.9.
Greek (Liddell-Scott)
λοπάω: (λοπός), ἀποβάλλω τὸν φλοιόν, λεπίζομαι, ξεφλουδίζομαι, ἐπὶ δένδρων ὧν ὁ φλοιὸς γίνεται εὐπεριέραιτος κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ χυμοῦ κατὰ τὸ ἔαρ, Λατ. corticem remittere, vertere, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1., 5. 1, 1, κτλ. ΙΙ. «τῇ δὲ συκῇ καὶ νόσημά τι συμβαίνει περὶ τὰς ῥίζας καὶ μικρὸν ἐπάνω, ὃ καλοῦσι λοπᾶν· τοῦτο δὲ οἷον μύδησίς τίς ἐστι τῶν ῥιζῶν διὰ τὴν πολυϋδρίαν», ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 9.
German (Pape)
(λοπός), die Rinde, Schale loslassen, von den Bäumen, welche sich im Frühjahre bei dem Wiedereintreten des Saftes schälen lassen, Theophr., bei dem es aber auch eine Krankheit der Bäume, bes. des Ölbaumes und des Feigenbaumes ist, durch ein Faulen der Wurzeln veranlaßt.