θέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thetis
|Transliteration C=thetis
|Beta Code=qe/ths
|Beta Code=qe/ths
|Definition=ου, ὁ, (τίθημι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who places</b>, <b class="b3">ὀνομάτων θ</b>. name-[[giver]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Cra.</span>389d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[mortgagor]], χωρίων <span class="bibl">Is.10.24</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">adoptive father of a child</b>, Did. ap. Harp.</span>
|Definition=θέτου, ὁ, ([[τίθημι]])<br><span class="bld">A</span> [[one who places]], <b class="b3">ὀνομάτων θ.</b> name-[[giver]], [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''389d.<br><span class="bld">II</span> [[mortgagor]], χωρίων Is.10.24.<br><span class="bld">III</span> [[adoptive father of a child]], Did. ap. Harp.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1204.png Seite 1204]] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει [[κύριος]] εἶναι ὀνομάτων [[θέτης]], Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1204.png Seite 1204]] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει [[κύριος]] εἶναι ὀνομάτων [[θέτης]], Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.
}}
{{elru
|elrutext='''θέτης:''' ου ὁ [[τίθημι]]<br /><b class="num">1</b> [[кладущий]], [[налагающий]]: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;<br /><b class="num">2</b> юр. [[вносящий залог]], [[вкладчик]] Isae.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θέτης]], ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) [[τίθημι]]<br />αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει [[ξένο]] [[παιδί]] ως δικό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ορίζει [[κάτι]] («[[θέτης]] ὀνόματος» — ο [[ονοματοθέτης]])<br /><b>2.</b> αυτός που υποθηκεύει, που βάζει [[ενέχυρο]].
|mltxt=[[θέτης]], ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) [[τίθημι]]<br />αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει [[ξένο]] [[παιδί]] ως δικό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ορίζει [[κάτι]] («[[θέτης]] ὀνόματος» — ο [[ονοματοθέτης]])<br /><b>2.</b> αυτός που υποθηκεύει, που βάζει [[ενέχυρο]].
}}
{{elru
|elrutext='''θέτης:''' ου ὁ [[τίθημι]]<br /><b class="num">1)</b> кладущий, налагающий: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;<br /><b class="num">2)</b> юр. вносящий залог, вкладчик Isae.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέτης Medium diacritics: θέτης Low diacritics: θέτης Capitals: ΘΕΤΗΣ
Transliteration A: thétēs Transliteration B: thetēs Transliteration C: thetis Beta Code: qe/ths

English (LSJ)

θέτου, ὁ, (τίθημι)
A one who places, ὀνομάτων θ. name-giver, Pl.Cra.389d.
II mortgagor, χωρίων Is.10.24.
III adoptive father of a child, Did. ap. Harp.

German (Pape)

[Seite 1204] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει κύριος εἶναι ὀνομάτων θέτης, Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.

Russian (Dvoretsky)

θέτης: ου ὁ τίθημι
1 кладущий, налагающий: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;
2 юр. вносящий залог, вкладчик Isae.

Greek (Liddell-Scott)

θέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) ὁ τιθείς, θ. ὀνόματος, ὁ δίδων ὄνομα, ὀνομάζων, Πλάτ. Κρατ. 389 Ε. ΙΙ. ὁ καταθέτων παρακαταθήκην ἢ ἐγγύησιν, Ἰσαῖ. 82. 18· πρβλ. θέσις ΙΙ. ΙΙΙ. ὁ θετὸς πατὴρ παιδίου, Φώτ., Ἁρποκρ.· πρβλ. θέσις ΙΙΙ.

Greek Monolingual

θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) τίθημι
αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό του
αρχ.
1. αυτός που ορίζει κάτιθέτης ὀνόματος» — ο ονοματοθέτης)
2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο.