μεταλλεύς: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metalleys | |Transliteration C=metalleys | ||
|Beta Code=metalleu/s | |Beta Code=metalleu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, < | |Definition=-έως, ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[μεταλλευτής]], Lys.''Fr.''89 S., Pl.''Lg.''678d, ''IG''2.3260b: in plural, Max.Tyr.6.2 (cj.), 17.2; title of plays by Pherecrates and Nicomachus.<br><span class="bld">II</span> a kind of [[ant]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A = μεταλλευτής, Lys.Fr.89 S., Pl.Lg.678d, IG2.3260b: in plural, Max.Tyr.6.2 (cj.), 17.2; title of plays by Pherecrates and Nicomachus.
II a kind of ant, Hsch.
German (Pape)
[Seite 149] ὁ, wie μεταλλευτής, der Bergmann; Plat. Legg. III, 678 d; D. Sic. 20, 94 u. A.
Russian (Dvoretsky)
μεταλλεύς: έως ὁ рудокоп, горнорабочий Plat., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλεύς: ὁ, = μεταλλευτής, Πλάτ. Νόμ. 678D., Λυσ. παρ’ Ἁρπ.· ― παρ’ Ἡσυχ., εἶδος μύρμηκος.
Greek Monolingual
μεταλλεύς, -έως, ὁ (Α) μέταλλον
1. μεταλλευτής, μεταλλωρύχος
2. ως κύριο όν. Μεταλλεύς
τίτλος έργων του Φερεκράτους και του Νικομάχου
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος μυρμηγκιού.