χρυσικός: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(47b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrysikos | |Transliteration C=chrysikos | ||
|Beta Code=xrusiko/s | |Beta Code=xrusiko/s | ||
|Definition= | |Definition=χρυσική, χρυσικόν,<br><span class="bld">A</span> made in cash: [[χρυσικά]], τά, [[cash]] payments, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 136.13 (vi A. D.); χ. στέφανοι ''PTeb.''60.102 (ii B. C.), al.<br><span class="bld">II</span> = [[χρύσεος]] 1.2, [[μέταλλα]] Eupolem. ap. Alex.Polyh.''Fr.''18M. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[χρυσικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χρυσός]] (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρυσοχόος]] («στ' [[αργαστήρι]] [[δουλεύω]], [[χρυσικός]]», Παλαμ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πληρώνεται σε χρυσό, σε χρυσά νομίσματα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χρυσικά</i><br />[[πληρωμή]] τοις μετρητοίς<br /><b>αρχ.</b><br />κατασκευασμένος από χρυσό. | |mltxt=ο / [[χρυσικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χρυσός]] (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρυσοχόος]] («στ' [[αργαστήρι]] [[δουλεύω]], [[χρυσικός]]», Παλαμ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πληρώνεται σε χρυσό, σε χρυσά νομίσματα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χρυσικά</i><br />[[πληρωμή]] τοις μετρητοίς<br /><b>αρχ.</b><br />κατασκευασμένος από χρυσό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
χρυσική, χρυσικόν,
A made in cash: χρυσικά, τά, cash payments, POxy. 136.13 (vi A. D.); χ. στέφανοι PTeb.60.102 (ii B. C.), al.
II = χρύσεος 1.2, μέταλλα Eupolem. ap. Alex.Polyh.Fr.18M.
Greek Monolingual
ο / χρυσικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χρυσός (Ι)]
νεοελλ.
χρυσοχόος («στ' αργαστήρι δουλεύω, χρυσικός», Παλαμ.)
μσν.
1. αυτός που πληρώνεται σε χρυσό, σε χρυσά νομίσματα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χρυσικά
πληρωμή τοις μετρητοίς
αρχ.
κατασκευασμένος από χρυσό.