ὀχευτικός: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ocheftikos | |Transliteration C=ocheftikos | ||
|Beta Code=o)xeutiko/s | |Beta Code=o)xeutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀχευτική, ὀχευτικόν, [[salacious]], of animals, Arist.''Long.''466b7; of birds, Id.''HA''564b11 sq.; of human beings, Ptol.''Tetr.''64: Comp., [[Theophrastus]] ''Fragmenta'' 183. Adv. [[ὀχευτικῶς]], ἔχειν [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ὀχῶν]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀχευτική, ὀχευτικόν, salacious, of animals, Arist.Long.466b7; of birds, Id.HA564b11 sq.; of human beings, Ptol.Tetr.64: Comp., Theophrastus Fragmenta 183. Adv. ὀχευτικῶς, ἔχειν Hsch. s.v. ὀχῶν.
German (Pape)
[Seite 429] zum Bespringen geschickt, brünstig, geil, Arist. gener. anim. 3, 1, u. Sp., auch adv.
Russian (Dvoretsky)
ὀχευτικός: похотливый (ὄρνιθες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀχευτικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν ἢ ἐπιτήδειος πρὸς ὀχείαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9., 3. 1, 6 κἑξ.· -ικώτερος, Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 391Ε.
Greek Monolingual
ὀχευτικός, -ή, -όν (Α) οχευτής
1. (για ζώα) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οχευτή
2. ο επιτήδειος στην οχεία ή αυτός που έχει την τάση να οχεύει
3. (για πρόσ. και ζώα) λάγνος.
επίρρ...
ὀχευτικῶς (Α)
με τρόπο που προσιδιάζει σε οχευτή.