συζύγιος: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syzygios
|Transliteration C=syzygios
|Beta Code=suzu/gios
|Beta Code=suzu/gios
|Definition=α, ον, poet. for <b class="b3">σύζυγος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">joined, united</b> Χάριτες <span class="bibl">E. <span class="title">Hipp.</span>1148</span>(lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">joining, uniting</b>, epith. of Hera, as <b class="b2">patroness of marriage</b>. Stob.2.7.3a, cf. <span class="bibl">Poll.3.38</span>.</span>
|Definition=α, ον, ''poet.'' for [[σύζυγος]],<br><span class="bld">A</span> [[joined]], [[united]] Χάριτες E. ''Hipp.''1148(lyr.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[joining]], [[uniting]], [[epithet]] of Hera, as [[patroness of marriage]]. Stob.2.7.3a, cf. Poll.3.38.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] poet. statt [[σύζυγος]], 3 Endgn, <b class="b2">verbunden</b>; συζύγιαι Χάριτες, Eur. Hipp. 1147. Auch act.,<b class="b2"> verbindend</b>, Ἥρα, die Ehestifterinn, Stob. ecl. II p. 54.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] poet. statt [[σύζυγος]], 3 Endgn, [[verbunden]]; συζύγιαι Χάριτες, Eur. Hipp. 1147. Auch act., [[verbindend]], Ἥρα, die Ehestifterinn, Stob. ecl. II p. 54.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[uni]].<br />'''Étymologie:''' [[σύζυγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''συζύγιος:''' (ζῠ) соединенный, сплетенный, по по друг. сочетающий, покровительствующий бракам (Χάριτες Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συζύγιος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[σύζυγος]], συνημμένος, ἡνωμένος, χάριτες Εὐρ. Ἱππ. 1147. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ συζευγνύων, συνάπτων, ὡς τὸ [[ζυγία]], ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, Στοβ. Ἐκλ. 2. 54, πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 38.
|lstext='''συζύγιος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[σύζυγος]], συνημμένος, ἡνωμένος, χάριτες Εὐρ. Ἱππ. 1147. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ συζευγνύων, συνάπτων, ὡς τὸ [[ζυγία]], ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, Στοβ. Ἐκλ. 2. 54, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 38.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[σύζυγος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος, ενωμένος<br /><b>2.</b> (ενεργό ([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] της Ήρας ως προστάτιδας του γάμου) αυτός που συνδέει, που συνάπτει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συζύγιος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[σύζυγος]], συνδεδεμένος, συνενωμένος, [[ομόζυγος]], [[σύζυγος]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συζύγιος]], η, ον [poetic for [[σύζυγος]]<br />joined, united, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζῠγιος Medium diacritics: συζύγιος Low diacritics: συζύγιος Capitals: ΣΥΖΥΓΙΟΣ
Transliteration A: syzýgios Transliteration B: syzygios Transliteration C: syzygios Beta Code: suzu/gios

English (LSJ)

α, ον, poet. for σύζυγος,
A joined, united Χάριτες E. Hipp.1148(lyr.).
II Act., joining, uniting, epithet of Hera, as patroness of marriage. Stob.2.7.3a, cf. Poll.3.38.

German (Pape)

[Seite 972] poet. statt σύζυγος, 3 Endgn, verbunden; συζύγιαι Χάριτες, Eur. Hipp. 1147. Auch act., verbindend, Ἥρα, die Ehestifterinn, Stob. ecl. II p. 54.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
uni.
Étymologie: σύζυγος.

Russian (Dvoretsky)

συζύγιος: (ζῠ) соединенный, сплетенный, по по друг. сочетающий, покровительствующий бракам (Χάριτες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συζύγιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ σύζυγος, συνημμένος, ἡνωμένος, χάριτες Εὐρ. Ἱππ. 1147. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ συζευγνύων, συνάπτων, ὡς τὸ ζυγία, ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, Στοβ. Ἐκλ. 2. 54, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 38.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α σύζυγος
(ποιητ. τ.)
1. συνδεδεμένος, ενωμένος
2. (ενεργό (κυρίως ως προσωνυμία της Ήρας ως προστάτιδας του γάμου) αυτός που συνδέει, που συνάπτει.

Greek Monotonic

συζύγιος: -α, -ον, ποιητ. αντί σύζυγος, συνδεδεμένος, συνενωμένος, ομόζυγος, σύζυγος, σε Ευρ.

Middle Liddell

συζύγιος, η, ον [poetic for σύζυγος
joined, united, Eur.