ἀπρόληπτος: Difference between revisions
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aproliptos | |Transliteration C=aproliptos | ||
|Beta Code=a)pro/lhptos | |Beta Code=a)pro/lhptos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπρόληπτον,<br><span class="bld">A</span> [[unanticipated]], Stoic. 3.149, Onos.8.1.<br><span class="bld">2</span> [[not prejudged]], τὸ ἀ. τῶν πράξεων Hierocl. ''in CA''24p.459M.<br><span class="bld">3</span> [[unprejudiced]], Syrian.''in Metaph.''1.15. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inesperado]], [[imprevisto]] μηδὲν αὐτῷ τῶν ἐναντιουμένων ἀπρόληπτον προσπίπτειν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.149, ἐπιβολαί Onas.8.1<br /><b class="num">•</b>subst. ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων Hierocl.<i>in CA</i> 18.2.<br /><b class="num">2</b> [[no prejuzgado]] ἀ. καὶ [[ἀδέκαστος]] γενόμενος [[διαιτητής]] Syrian.<i>in Metaph</i>.1.15. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0338.png Seite 338]] nicht vorweggenommen, unvorgreiflich, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπρόληπτος''': -ον, ὁ μὴ θεωρούμενος ὡς δεδομένος, ὁ γὰρ τῆς εὐβουλίας [[καιρός]] ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων παραγίνεται Ἱεροκλ. σ. 150. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπρόληπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να προληφθεί, να προβλεφθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απροσδόκητος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπρόληπτον,
A unanticipated, Stoic. 3.149, Onos.8.1.
2 not prejudged, τὸ ἀ. τῶν πράξεων Hierocl. in CA24p.459M.
3 unprejudiced, Syrian.in Metaph.1.15.
Spanish (DGE)
-ον
1 inesperado, imprevisto μηδὲν αὐτῷ τῶν ἐναντιουμένων ἀπρόληπτον προσπίπτειν Chrysipp.Stoic.3.149, ἐπιβολαί Onas.8.1
•subst. ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων Hierocl.in CA 18.2.
2 no prejuzgado ἀ. καὶ ἀδέκαστος γενόμενος διαιτητής Syrian.in Metaph.1.15.
German (Pape)
[Seite 338] nicht vorweggenommen, unvorgreiflich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόληπτος: -ον, ὁ μὴ θεωρούμενος ὡς δεδομένος, ὁ γὰρ τῆς εὐβουλίας καιρός ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων παραγίνεται Ἱεροκλ. σ. 150.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπρόληπτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να προληφθεί, να προβλεφθεί
αρχ.
απροσδόκητος.