σχοίνισμα: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schoinisma | |Transliteration C=schoinisma | ||
|Beta Code=sxoi/nisma | |Beta Code=sxoi/nisma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[piece of land measured out by the]] [[σχοῖνος]], [[portion]], [[allotment]], [[LXX]] ''De.''32.9, ''Jo.''17.14,al.<br><span class="bld">2</span> generally, [[division]], [[portion]] of a people, ib.''2 Ki.''8.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A piece of land measured out by the σχοῖνος, portion, allotment, LXX De.32.9, Jo.17.14,al.
2 generally, division, portion of a people, ib.2 Ki.8.2.
German (Pape)
[Seite 1057] τό, die Ausmessung eines Landes, die Gränzbestimmung; ein Stück erobertes u. unter neue Ansiedler vertheiltes Land, oder ein Stück zum Ackerbau abgemessenes Land; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σχοίνισμα: τό, μέρος τῆς γῆς μεμετρημένον διὰ σχοινίου, μερίδιον, κλῆρος, Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 9, Ἰησ. ΙΖ΄, 14, κ. ἀλλ.). 2) καθόλου, διαίρεσις, μερίδιον, μέρος λαοῦ, αὐτόθι (Β΄ Βασιλ. Η΄, 2).
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, κλήρος («σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῦ Ἰσραήλ», ΚΔ)
αρχ.
1. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο
2. συνεκδ. τμήμα λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ισμα, μέσω αμάρτυρου σχοινίζω (πρβλ. παρα-σχοινίζω: παρα-σχοίνισμα)].