Διοπετής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Diopetis | |Transliteration C=Diopetis | ||
|Beta Code=*diopeth/s | |Beta Code=*diopeth/s | ||
|Definition= | |Definition=Διοπετές, [[that fell from Zeus]], ἄγαλμα E.''IT''977; Παλλάδιον D.H.2.66; πέλτη Plu.''Num.''13, cf. D.H.2.71; ὄρνις Alciphr.3.59; Μένιππος Luc.''Icar.''2; [[οἰκίαι]], i.e. 'taboo', Aristopho 3; [[διοπετές]] (''[[sc.]]'' [[ἄγαλμα]]), τό, ''Act.Ap.''19.35. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
Διοπετές, that fell from Zeus, ἄγαλμα E.IT977; Παλλάδιον D.H.2.66; πέλτη Plu.Num.13, cf. D.H.2.71; ὄρνις Alciphr.3.59; Μένιππος Luc.Icar.2; οἰκίαι, i.e. 'taboo', Aristopho 3; διοπετές (sc. ἄγαλμα), τό, Act.Ap.19.35.
German (Pape)
[Seite 634] = διϊπετής; ἄγαλμα Eur. I. T. 947; in der spätern Prosa die gew. Form; πέλτη Plut. Num. 13; παλλάδιον Dion. Hal. 2, 66; λίθος Hdn. 5, 3, 11.
Greek (Liddell-Scott)
Διοπετής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ Διὸς πεσών, οὐρανοπετής, ἄγαλμα Εὐρ. Ι. Τ. 977· Παλλάδιον Διον. Ἁλ. 2. 66· πέλται Πλούτ. Νουμ. 13, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 71· ― ἴδε Διϊπετής.
Greek Monotonic
Διοπετής: -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε, προήλθε από τον Δία, σε Ευρ.