μολόχινος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=molochinos | |Transliteration C=molochinos | ||
|Beta Code=molo/xinos | |Beta Code=molo/xinos | ||
|Definition=η, ον, [[made of mallow-fibre]], [[μολόχινα]] (''[[sc.]]'' [[ἱμάτια]]), τά, | |Definition=η, ον, [[made of mallow-fibre]], [[μολόχινα]] (''[[sc.]]'' [[ἱμάτια]]), τά, ''Peripl.M.Rubr.''6; <b class="b3">μ. ὀθόνιον, σινδόνες</b>, ib.49, 48; μαφόρια ''Sammelb.''7033.39 (v A.D.), cf. Isid.''Etym.''19.22.12; μ. ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.490. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, made of mallow-fibre, μολόχινα (sc. ἱμάτια), τά, Peripl.M.Rubr.6; μ. ὀθόνιον, σινδόνες, ib.49, 48; μαφόρια Sammelb.7033.39 (v A.D.), cf. Isid.Etym.19.22.12; μ. ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.490.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de fibre de mauve (tissu) ; couleur de mauve (tissu).
Étymologie: μολόχιον.
Greek (Liddell-Scott)
μολόχῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς μολόχης, μολόχινα (δηλ. ἱμάτια), τά, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 5.
Greek Monolingual
μολόχινος, -ίνη, -ον (Α) μολόχη
1. αυτός που αποτελείται από ίνες μολόχας ή αυτός που έχει το χρώμα της μολόχας («μολόχιναι σινδόνες», Περ. Ερ. Θαλ.)
2. ο κατασκευασμένος από μολόχα («μολόχινος ἔμπλαστρος», Γαλ.).