ταυροφόρος: Difference between revisions
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tavroforos | |Transliteration C=tavroforos | ||
|Beta Code=taurofo/ros | |Beta Code=taurofo/ros | ||
|Definition= | |Definition=ταυροφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[stamped with the device of a bull]], τετρᾶχμα ''Inscr.Délos'' 1429''B'' ii 41 (ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[having a bull as a figurehead]], ναῦς St.Byz. [[sub verbo|s.v.]] [[Ταυρόεις]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ταυροφόρον,
A stamped with the device of a bull, τετρᾶχμα Inscr.Délos 1429B ii 41 (ii B.C.).
2 having a bull as a figurehead, ναῦς St.Byz. s.v. Ταυρόεις.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροφόρος: -ον, ἐπὶ πλοίου ἔχοντος κατὰ τὴν πρῷραν ὡς σύμβολον ὁμοίωμα κεφαλῆς ταύρου, Πολυδ. Α΄, 83, Στέφ. Β.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για νομίσματα) αυτός πάνω στον οποίο έχει χαραχθεί η μορφή ταύρου
2. (για πλοίο) αυτός που έχει στην πλώρη κεφάλι ταύρου ως διακοσμητικό σχέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φόρος].