κνημόω: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=knimoo
|Transliteration C=knimoo
|Beta Code=knhmo/w
|Beta Code=knhmo/w
|Definition=aor. -ῶσαι, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[περιχῶσαι]], φράξαι, φθεῖραι, κλεῖσαι, ἐλθεῖν, Hsch.; -οῦμαι, = [[φθείρομαι]], and -<b class="b3">ωθῆναι</b>, = [[φθαρῆναι]], Id.; <b class="b3">κνημωθείς</b> is prob. f.l. for [[κημωθείς]] in <span class="bibl">Hermesian.7.38</span>.</span>
|Definition=aor. -ῶσαι, = [[περιχῶσαι]], φράξαι, φθεῖραι, κλεῖσαι, ἐλθεῖν, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; -οῦμαι, = [[φθείρομαι]], and -[[ωθῆναι]], = [[φθαρῆναι]], Id.; [[κνημωθείς]] is prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[κημωθείς]] in Hermesian.7.38.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] mit Beinschienen umgeben, Hesych.; er erklärt auch φθεῖραι; u. so sagt von einem unglücklichen Liebhaber Hermesian. bei Ath. XIV, 598 a πολλάκι κνημωθεὶς κώμους εἶχε.
}}
{{ls
|lstext='''κνημόω''': [[ὁπλίζω]] μὲ περικνημῖδας, Ἀντιόχ. Πανδέκτ. 1207Α. ΙΙ. τὸ παθητ. ἔχει διάφορον σημασίαν παρ᾿ Ἡσυχ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει τὸ κνημοῦσθαι διὰ τοῦ φθείρεσθαι ἐν διαφόροις γλώσσαις [[αὐτοῦ]]· καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ὁ Ἑρμησιάναξ παρ᾿ Ἀθην. 598Α, ἐπὶ ἀτυχοῦς τινος ἐραστοῦ, πολλάκι... κνημωθεὶς κώμους εἶχε σὺν Ἑξαμύῃ. Ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ [[ῥῆμα]] προφανῶς συγγενεύει πρὸς τὰ [[κνάω]], [[κνήθω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνημόω Medium diacritics: κνημόω Low diacritics: κνημόω Capitals: ΚΝΗΜΟΩ
Transliteration A: knēmóō Transliteration B: knēmoō Transliteration C: knimoo Beta Code: knhmo/w

English (LSJ)

aor. -ῶσαι, = περιχῶσαι, φράξαι, φθεῖραι, κλεῖσαι, ἐλθεῖν, Hsch.; -οῦμαι, = φθείρομαι, and -ωθῆναι, = φθαρῆναι, Id.; κνημωθείς is prob. f.l. for κημωθείς in Hermesian.7.38.

German (Pape)

[Seite 1460] mit Beinschienen umgeben, Hesych.; er erklärt auch φθεῖραι; u. so sagt von einem unglücklichen Liebhaber Hermesian. bei Ath. XIV, 598 a πολλάκι κνημωθεὶς κώμους εἶχε.

Greek (Liddell-Scott)

κνημόω: ὁπλίζω μὲ περικνημῖδας, Ἀντιόχ. Πανδέκτ. 1207Α. ΙΙ. τὸ παθητ. ἔχει διάφορον σημασίαν παρ᾿ Ἡσυχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὸ κνημοῦσθαι διὰ τοῦ φθείρεσθαι ἐν διαφόροις γλώσσαις αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ὁ Ἑρμησιάναξ παρ᾿ Ἀθην. 598Α, ἐπὶ ἀτυχοῦς τινος ἐραστοῦ, πολλάκι... κνημωθεὶς κώμους εἶχε σὺν Ἑξαμύῃ. Ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ ῥῆμα προφανῶς συγγενεύει πρὸς τὰ κνάω, κνήθω.