μιλτοπάρηος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miltoparios
|Transliteration C=miltoparios
|Beta Code=miltopa/rhos
|Beta Code=miltopa/rhos
|Definition=ον, (παρειά) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[red-cheeked]], [[epithet]] of ships, which had their bows painted red, <span class="bibl">Il.2.637</span>, <span class="bibl">Od.9.125</span>: Com., <b class="b3">τρίγλη μ</b>. Machoap.<span class="bibl">Ath.3.135b</span>; also of a stone, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>615</span>; of plains, <span class="bibl">Opp. <span class="title">C.</span>3.509</span>.</span>
|Definition=μιλτοπάρηον, ([[παρειά]]) [[red-cheeked]], [[epithet]] of ships, which had their bows painted red, Il.2.637, Od.9.125: Com., <b class="b3">τρίγλη μ.</b> Machoap.Ath.3.135b; also of a stone, Orph.''L.''615; of plains, Opp. ''C.''3.509.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιλτοπάρηος Medium diacritics: μιλτοπάρηος Low diacritics: μιλτοπάρηος Capitals: ΜΙΛΤΟΠΑΡΗΟΣ
Transliteration A: miltopárēos Transliteration B: miltoparēos Transliteration C: miltoparios Beta Code: miltopa/rhos

English (LSJ)

μιλτοπάρηον, (παρειά) red-cheeked, epithet of ships, which had their bows painted red, Il.2.637, Od.9.125: Com., τρίγλη μ. Machoap.Ath.3.135b; also of a stone, Orph.L.615; of plains, Opp. C.3.509.

Greek Monolingual

μιλτοπάρηος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα
2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές της πρύμνης και της πρώρας με μίλτο («τῷ δ' ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα της μίλτου («ξανθοί δ' αὖθ' ἕτεροι ἐπὶ πεδίων μιλτοπαρῄων», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -πάρῃος(< παρειαί «μάγουλα»), πρβλ. καλλοπάρηος, χαλκοπάρῃος].

Greek Monotonic

μιλτοπάρηος: -ον (πᾰρειά), ροδομάγουλος, λέγεται για πλοία των οποίων οι πλώρες ήταν βαμμένες κόκκινες, σε Όμηρ.