οἰκειωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikeiotikos
|Transliteration C=oikeiotikos
|Beta Code=oi)keiwtiko/s
|Beta Code=oi)keiwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[appropriative]], τέχνη οἰ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>223b</span> ; τὸ οἰ. πάθος πρὸς ἕκαστα Polystr.<span class="title">Herc.</span>346p.79V. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[adapting]], οἰ. δύναμις πρὸς τὸ καλόν Plu.2.759e.</span>
|Definition=οἰκειωτική, οἰκειωτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[appropriative]], τέχνη οἰ. Pl.''Sph.''223b; τὸ οἰ. πάθος πρὸς ἕκαστα Polystr.''Herc.''346p.79V.<br><span class="bld">2</span> [[adapting]], οἰ. δύναμις πρὸς τὸ καλόν Plu.2.759e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0299.png Seite 299]] sich aneignend, [[τέχνη]], Plat. Soph. 223 b; passend, [[πρός]] τι, im Ggstz von ἀντιτακτική, Plut. amat. 16 M.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0299.png Seite 299]] sich aneignend, [[τέχνη]], Plat. Soph. 223 b; passend, [[πρός]] τι, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἀντιτακτική, Plut. amat. 16 M.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui s'accorde ; πρός τι, avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκειωτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[усваивающий]] ([[τέχνη]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> приспособленный, приуроченный, т. е. тяготеющий (πρὸς τὸ [[καλόν]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκειωτικός''': -ή, -όν, ([[οἰκειόω]] 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, [[τέχνη]] οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) [[ἁρμοστικός]], οἰκ. [[δύναμις]] [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 759Ε.
|lstext='''οἰκειωτικός''': -ή, -όν, ([[οἰκειόω]] 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, [[τέχνη]] οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) [[ἁρμοστικός]], οἰκ. [[δύναμις]] [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 759Ε.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui s’accorde ; [[πρός]] [[τι]], avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκειωτικός]], -ή, -όν (Α) [[οικειώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο [[πρόσφορος]], ο [[αρμόδιος]] για [[εξοικείωση]] («τέχνης οἰκειωτικῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> προσοικειωτικός, [[προσαρμοστικός]], αυτός που τείνει [[προς]] [[οικείωση]], [[προς]] [[συνάφεια]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκειωτικόν</i><br />[[εξοικείωση]].
|mltxt=[[οἰκειωτικός]], -ή, -όν (Α) [[οικειώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο [[πρόσφορος]], ο [[αρμόδιος]] για [[εξοικείωση]] («τέχνης οἰκειωτικῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> προσοικειωτικός, [[προσαρμοστικός]], αυτός που τείνει [[προς]] [[οικείωση]], [[προς]] [[συνάφεια]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκειωτικόν</i><br />[[εξοικείωση]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκειωτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> усваивающий ([[τέχνη]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> приспособленный, приуроченный, т. е. тяготеющий (πρὸς τὸ [[καλόν]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκειωτικός Medium diacritics: οἰκειωτικός Low diacritics: οικειωτικός Capitals: ΟΙΚΕΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oikeiōtikós Transliteration B: oikeiōtikos Transliteration C: oikeiotikos Beta Code: oi)keiwtiko/s

English (LSJ)

οἰκειωτική, οἰκειωτικόν,
A appropriative, τέχνη οἰ. Pl.Sph.223b; τὸ οἰ. πάθος πρὸς ἕκαστα Polystr.Herc.346p.79V.
2 adapting, οἰ. δύναμις πρὸς τὸ καλόν Plu.2.759e.

German (Pape)

[Seite 299] sich aneignend, τέχνη, Plat. Soph. 223 b; passend, πρός τι, im Gegensatz von ἀντιτακτική, Plut. amat. 16 M.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui s'accorde ; πρός τι, avec qch.
Étymologie: οἰκειόω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκειωτικός:
1 усваивающий (τέχνη Plat.);
2 приспособленный, приуроченный, т. е. тяготеющий (πρὸς τὸ καλόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκειωτικός: -ή, -όν, (οἰκειόω 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, τέχνη οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) ἁρμοστικός, οἰκ. δύναμις πρός τι Πλούτ. 2. 759Ε.

Greek Monolingual

οἰκειωτικός, -ή, -όν (Α) οικειώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.)
2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειωτικόν
εξοικείωση.