ὁρκωμότης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orkomotis | |Transliteration C=orkomotis | ||
|Beta Code=o(rkwmo/ths | |Beta Code=o(rkwmo/ths | ||
|Definition= | |Definition=ὁρκωμότου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[juror]], IG5(2).261.2 (Mantinea, vi B. C.), 9(1).333.16 (Locr., v B. C.), cf. Poll.1.38.<br><span class="bld">2</span> = [[ὁρκωτής]] ([[quod vide|q.v.]]), ''Ostr.Bodl.''i 275 (ii/i B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁρκωμότης''': -ου, ὁ, = [[ὁρκωτής]], | |lstext='''ὁρκωμότης''': -ου, ὁ, = [[ὁρκωτής]], Πολυδ. Α΄, 38, Ἐπιγραφ. ἐν Philolog. Transact. 6. 182. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁρκωμότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί<br /><b>2.</b> αυτός που ορκίζει σε δικαστήριο, [[ορκωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>ὅρκον [[ὀμόσαι]], με [[επίθημα]] -<i>της</i> ([[πρβλ]]. [[συνωμότης]]). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁρκωμότου, ὁ,
A juror, IG5(2).261.2 (Mantinea, vi B. C.), 9(1).333.16 (Locr., v B. C.), cf. Poll.1.38.
2 = ὁρκωτής (q.v.), Ostr.Bodl.i 275 (ii/i B. C.).
German (Pape)
[Seite 379] ὁ, der einen Eid schwört, Phot. lex. verwirft es, wie ὁρκιστής, und läßt nur ὁρκωτής gelten.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκωμότης: -ου, ὁ, = ὁρκωτής, Πολυδ. Α΄, 38, Ἐπιγραφ. ἐν Philolog. Transact. 6. 182.
Greek Monolingual
ὁρκωμότης, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί
2. αυτός που ορκίζει σε δικαστήριο, ορκωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅρκον ὀμόσαι, με επίθημα -της (πρβλ. συνωμότης). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].